ὀνήμενος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[ὀνίνημι]]. | |auten=see [[ὀνίνημι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀνήμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὀνίνημι]]· [[ὄνησα]], Επικ. αόρ. αʹ αντί [[ὤνησα]]· [[ὄνησο]], προστ. αορ. βʹ· [[ὀνήσω]], μέλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὄνησα, ὀνήσει,
A v. ὀνίνημι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνήμενος: ὄνησα, ὀνήσει, ἴδε τὸ ῥῆμα ὀνίνημι.
French (Bailly abrégé)
v. ὀνίνημι.
English (Autenrieth)
see ὀνίνημι.
Greek Monotonic
ὀνήμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὄνησα, Επικ. αόρ. αʹ αντί ὤνησα· ὄνησο, προστ. αορ. βʹ· ὀνήσω, μέλ.