κάλλιον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(Autenrieth)
(18)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[κᾶλός]].
|auten=see [[κᾶλός]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάλλιον]] (AM)<br /><b>1.</b> (ουδ. συγκρ. βαθμού του επιθ. [[καλός]]) ωραιότερο ή καλύτερο<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) καλύτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καλλίων]].———————— <b>(II)</b><br />[[κάλλιον]], τὸ (Α)<br />(στην Αθήνα) [[τόπος]] που χρησίμευε ως δικαστήριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καλλιάζω]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καλλιαρχώ]]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιον Medium diacritics: κάλλιον Low diacritics: κάλλιον Capitals: ΚΑΛΛΙΟΝ
Transliteration A: kállion Transliteration B: kallion Transliteration C: kallion Beta Code: ka/llion

English (LSJ)

(A), neut. of καλλίων, used as Adv., v. sub καλός c.
κάλλιον (B), τό, precinct used as a Court at Athens, AB269, cf. Androt. ap. Poll.8.121 (Κάλλειον, fr. καλλίας, Phot.); at Cyzicus, apptly. a

   A board or bench of magistrates, ἄρχων τοῦ κ. IGRom.4.153 (ii A. D.); cf. καλλιάζω, καλλιαρχέω.

German (Pape)

[Seite 1310] neutr. von καλλίων (s. καλός); – τὸ κάλλιον, nach B. A. 269 u. Poll. 8, 121 ein Gerichtshof in Athen; bei Phot. p. 126 κάλλειον.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιον: οὐδέτ. τοῦ καλλίων, ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. καλὸς Γ.

French (Bailly abrégé)

neutre de καλλίων, Cp. de καλός.

English (Autenrieth)

see κᾶλός.

Greek Monolingual

(I)
κάλλιον (AM)
1. (ουδ. συγκρ. βαθμού του επιθ. καλός) ωραιότερο ή καλύτερο
2. (ως επίρρ.) καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.———————— (II)
κάλλιον, τὸ (Α)
(στην Αθήνα) τόπος που χρησίμευε ως δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. καλλιάζω (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. καλλιαρχώ].