πρέσβα: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(Autenrieth) |
(34) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[πρέσβυς]]. | |auten=see [[πρέσβυς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πρέσβεα]] και [[πρέσβεια]], ἡ, Α<br />(ως επικ. τ. θηλ. του [[πρέσβυς]])<br /><b>1.</b> σεβαστή, τιμημένη<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πρέσβα</i><br />α) (στην [[Ιλιάδα]]) [[προσωνυμία]] της Ήρας<br />β) (στην [[Οδύσσεια]]) [[προσωνυμία]] θνητής<br />γ) [[προσωνυμία]] της Δίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικοί τ. θηλ. του [[πρέσβυς]] σχηματισμένοι πιθ. [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
(only nom.), ἡ, Ep. fem. of πρέσβυς,
A august, honoured (never aged); in Il. mostly of Hera, Ἥρη πρέσβα θεά 5.721, 8.383, al.; πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη 19.91; later, π. Δίκη Q.S.13.378; in Od., of a mortal, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν 3.452.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, bes. altep. fem. zu πρέσβυς, die vornehme, ehrwürdige; Ἥρη, πρέσβα θεά, Il. 5, 721 u. öfter; auch Ἄτη, 19, 91; in der Od. auch von einer sterblichen Frau, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν, 3, 452.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβᾰ: -ης, -ἡ, ἀρχ. Ἐπικ. θηλ. τοῦ πρέσβυς (κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ δῖα, πότνα), σεβαστή, ἔντιμος, τετιμημένη, (οὐδέποτε ἡ προβεβηκυῖα)· ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς Ἥρας, Ἥρη πρέσβα θεὰ Ε. 721, Θ. 383, κτλ.· ὡσαύτως, πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη Τ. 91· ἐν τῇ Ὀδ., ἐπὶ θνητῆς, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν Γ. 452· ― πρβλ. πρέσβειρα, πρεσβηίς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέσβα· ἔντιμος, πρεσβυτάτη, σεμνή».
French (Bailly abrégé)
ης;
adj.
vénérable.
Étymologie: cf. πρέσβυς.
English (Autenrieth)
see πρέσβυς.
Greek Monolingual
και πρέσβεα και πρέσβεια, ἡ, Α
(ως επικ. τ. θηλ. του πρέσβυς)
1. σεβαστή, τιμημένη
2. ως κύριο όν. Πρέσβα
α) (στην Ιλιάδα) προσωνυμία της Ήρας
β) (στην Οδύσσεια) προσωνυμία θνητής
γ) προσωνυμία της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικοί τ. θηλ. του πρέσβυς σχηματισμένοι πιθ. προς διευθέτηση μετρικών αναγκών].