πολύκλειτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πολύκλειτος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>of [[great]] [[renown]] ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας [[γένος]] Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν [[ὅμως]] Θήβαν [[ἔτι]] [[μᾶλλον]] ἐπασκήσει fr. 194. 4.
|sltr=[[πολύκλειτος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[great]] [[renown]] ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας [[γένος]] Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν [[ὅμως]] Θήβαν [[ἔτι]] [[μᾶλλον]] ἐπασκήσει fr. 194. 4.
}}
}}

Revision as of 12:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκλειτος Medium diacritics: πολύκλειτος Low diacritics: πολύκλειτος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: polýkleitos Transliteration B: polykleitos Transliteration C: polykleitos Beta Code: polu/kleitos

English (LSJ)

η, ον, (κλείω B)

   A far-famed, Pi.O.6.71, Fr. 194.

German (Pape)

[Seite 664] viel od. sehr berühmt, γένος, Pind. Ol. 6, 71.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, διάσημος, Πινδ. Ο. 6. 120, Ἀποσπ. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλειτός.

English (Slater)

πολύκλειτος
   1 of great renown ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4.