παλαίω: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[πάλη]]), fut. παλαίσεις, aor. ἐπάλαισεν: [[wrestle]]. | |auten=([[πάλη]]), fut. παλαίσεις, aor. ἐπάλαισεν: [[wrestle]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:06, 17 August 2017
English (LSJ)
Aeol. πάλαιμι Hdn.Gr.2.930; Boeot. παλήω ib.949: fut. παλαίσω: aor. ἐπάλαισα: (πάλη A):—
A wrestle, οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις Il.23.621; καί νύ κε τὸ τρίτον . . πάλαιον ib.733; παλαίουσ' ἐς τρίς S.Fr.941.13; οἱ ἐπιστάμενοι παλαίειν Pl.Prt.350e; ἐπάλαισαν κάλλιστα Ἀθηναίων Id.Men.94c; τὸν παλαίσαντά ποτ' ἐκεῖνον him once famous as a wrestler, D.21.71. 2 π. τινί wrestle with one, Φιλομηλείδῃ ἐπάλαισεν Od.4.343, 17.134; λέοντι Pi.P.9.27: metaph., wrestle with a calamity, ἀάτῃσι Hes.Op.413; φόνῳ Pi.N.8.27; κακῷ μερμέρῳ E.Rh.509; πολλαῖς ζημίαις X.Oec.17.2. II c. acc., overcome, λόγον λόγῳ παλαιστέον An.Ox.3.216:—Pass., παλαισθείς beaten, E. El.686; οἶνος . . παλαίεσθαι βαρύς Id.Cyc. 678. III c. inf., endeavour, Ach.Tat.3.1.
German (Pape)
[Seite 446] ringen; οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι, οὐδὲ παλαίσεις, Il. 23, 621; τινί, mit Einem, Φιλομηλείδῃ ἐπάλαισεν ἀναστάς, Od. 4, 343. 17, 134; λέοντι, Pind. P. 9, 28; u. übertr. wie bei uns, Αἴας φόνῳ πάλαισεν, N. 8, 27, ἄτῃσιν, Hes. O. 411; κακῷ δὲ μερμέρῳ παλαίομεν, Eur. Rhes. 509; u. in Prosa, ἐπάλαισαν κάλλιστα τῶν Ἀθηναίων, Plat. Men. 94 c, Folgde; auch übertr., ζημίαις, Xen. Oec. 17, 2; φυγαῖς καὶ ἀναδασμοῖς, συμφοραῖς u. ä., Pol. 2, 56, 6. 4, 81, 13 u. ä.; πεπάλαικα πόθοις τρισίν, Ep. ad. 11 (XII, 90). – Pass. überwunden werden, παλαισθείς Eur. El. 686, δεινὸς γὰρ οἶνος καὶ παλαίεσθαι βαρύς Cycl. 674. – S. auch παλέω.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαίω: Αἰολ. πάλαιμι Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 23. 26· Βοιωτ. παλήω αὐτόθι 43. 28· μέλλ. παλαίσω ἀόρ. ἐπάλαισα· (πάλη. - Παλαίω ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «παλαίβω», οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις Ἰλ. Ψ. 621· καὶ νύ κε τὸ τρίτον ... ἐπάλαιον αὐτόθι 733· παλαίουσ’ ἐς τρίτον Σοφ. Ἀποσπ. 678. 13· οἱ ἐπιστάμενοι παλαίειν Πλάτ. Πρωτ. 350Ε· ἐπάλαισαν κάλλιστα Ἀθηναίων ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 94C· τὸν παλαίσαντά ποτ’ ἐκεῖνον, τόν ποτε περίφημον ἐκεῖνον ὡς παλαιστήν, Δημ. 537. 15. 2) παλαίω τινί, παλαίω με τινα, Φιλομηλείδῃ ἐπάλαισεν Ὀδ. Δ. 313, Ρ. 134· λέοντι Πινδ. Π. 9. 45· - μεταφορ., παλαίω, ἀγωνίζομαι πρὸς δυστήχημά τι, ἄτῃσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 411· φόνῳ Πινδ. Ν. 8. 47· πολλαῖς ζημίαις Ξεν. Οἰκ. 17. 2. - (Περὶ τοῦ ἐν Ἡροδ. 8. 21, ἴδε παλέω).
ΙΙ. μετ’ αἰτ., νικῶ, λόγον λόγῳ παλαιστέον Ἀνέκδ. Ὀξον. 3. 216· - παθ., παλαισθείς, ἡττηθείς, καταβληθείς, Εὐρ. Ἠλ.686· βαρὺς παλαίεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 678. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., πειρῶμαι, προσπαθῶ, Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 1.
French (Bailly abrégé)
f. παλαίσω, ao. ἐπάλαισα, pf. πεπάλαικα;
Pass. ao. ἐπαλαίσθην, pf. πεπάλαισμαι;
1 lutter : τινί contre qqn, contre un animal, etc. ; fig. avoir à lutter contre qch ; Pass. être vaincu dans une lutte;
2 abs. être malheureux, succomber, succomber dans la lutte;
Moy. παλαίομαι (part. f. παλαισόμενος) vaincre à la lutte.
Étymologie: πάλη.