Τυφώς: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶ (ὁ) :<br /><i>acc.</i> Τυφῶ;<br /><i>c.</i> [[Τυφῶν]].
|btext=ῶ (ὁ) :<br /><i>acc.</i> Τυφῶ;<br /><i>c.</i> [[Τυφῶν]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>Τῡφώς</b> (-ώς, -ῶνος, -ῶνα.) a [[monster]], buried by [[Zeus]] [[beneath]] [[Etna]].<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Αἴτναν, ἶπον ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος ὀβρίμου (O. 4.7), cf. fr. 92. ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται [[θεῶν]] [[πολέμιος]], Τυφὼς ἑκατοντακάρανος· [[τόν]] ποτε [[Κιλίκιον]] θρέψεν πολυώνυμον [[ἄντρον]]· [[νῦν]] γε μὰν [[ταί]] θ [[ὑπὲρ]] Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι [[Σικελία]] τ [[αὐτοῦ]] πιέζει στέρνα λαχνάεντα (P. 1.16) Τυφὼς [[Κίλιξ]] [[ἑκατόγκρανος]] (P. 8.16) ἀλλ' [[οἶος]] ἄπλατον κεράιζε [[θεῶν]] Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ [[Ζεὺς]] πατὴρ ἐν Ἀρίμοις [[ποτέ]] fr. 93. [[test]]., Porphyr., de abstin., 3. 16, e Theophrasto, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, [[ὅτε]] ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, [[οὐκ]] ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις fr. 91.
}}
{{Slater
|sltr=<b>Τῡφώς</b> (-ώς, -ῶνος, -ῶνα.) a [[monster]], buried by [[Zeus]] [[beneath]] [[Etna]].<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Αἴτναν, ἶπον ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος ὀβρίμου (O. 4.7), cf. fr. 92. ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται [[θεῶν]] [[πολέμιος]], Τυφὼς ἑκατοντακάρανος· [[τόν]] ποτε [[Κιλίκιον]] θρέψεν πολυώνυμον [[ἄντρον]]· [[νῦν]] γε μὰν [[ταί]] θ [[ὑπὲρ]] Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι [[Σικελία]] τ [[αὐτοῦ]] πιέζει στέρνα λαχνάεντα (P. 1.16) Τυφὼς [[Κίλιξ]] [[ἑκατόγκρανος]] (P. 8.16) ἀλλ' [[οἶος]] ἄπλατον κεράιζε [[θεῶν]] Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ [[Ζεὺς]] πατὴρ ἐν Ἀρίμοις [[ποτέ]] fr. 93. [[test]]., Porphyr., de abstin., 3. 16, e Theophrasto, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, [[ὅτε]] ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, [[οὐκ]] ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις fr. 91.
}}
}}

Revision as of 13:05, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῡφώς Medium diacritics: Τυφώς Low diacritics: Τυφώς Capitals: ΤΥΦΩΣ
Transliteration A: Typhṓs Transliteration B: Typhōs Transliteration C: Tyfos Beta Code: *tufw/s

English (LSJ)

ῶ, ὁ,

   A = Τῠφωεύς (q.v.).    II as Appellat. τῡφώς, gen. τυφῶ A.Ag.656; dat. τυφῷ Ar.Lys.974 (anap.) (but later writers used the form τυφῶν, ῶνος, v. Τυφῶν 11.1):—whirlwind, typhoon, ll. cc., S.Ant.418.

Greek (Liddell-Scott)

Τῡφώς: -ῶ, ὁ, συνῃρ. ἀντὶ Τῠφωεύς, ὃ ἰδέ. ΙΙ. ὡς προσηγορ. τῡφώς. γεν. τυφῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Ἱκέτ. 560, δοτ. τυφῷ Ἀριστοφ. Λυσ. 974 (ἀλλὰ μεταγενεστ. ἐχρῶντο τῷ τύπῳ τυφῶν, ῶνος, ἴδε ἐν λέξ. ΙΙ)· - μανιώδης ἀνεμοστρόβιλος ὁρμῶν ἀπὸ τῆς γῆς μετὰ δίνης κονιορτοῦ, θύελλα, ἴσως ἐπειδὴ ἐνομίζετο ὡς ἔργον τοῦ Τυφωέως, Ἀλκαῖ. 65, Αἰσχύλ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ἀντ. 418.

French (Bailly abrégé)

ῶ (ὁ) :
acc. Τυφῶ;
c. Τυφῶν.