νώνυμνος: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νώνυμνος''': -ον, Ἐπικ. [[τύπος]] [[παράλληλος]] τῷ νώνῠμος, ἐν χρήσει [[ὅταν]] ἡ παραλήγουσα ἀναγκαίως πρέπῃ νὰ [[εἶναι]] μακρὰ (ὡς [[δίδυμνος]] ἀντὶ [[δίδυμος]], [[ἀπάλαμνος]] ἀντὶ [[ἀπάλαμος]]), νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ’ Ἄργεος Ἰλ. Μ. 70, Ν. 227., Ξ. 70· γενεήν γε θεοὶ ν. [[ὀπίσσω]] θῆκαν Ὀδ. Α. 222, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 153· [[πρόσθε]] ν. Πινδ. Ο. 11 (10). 61.
|lstext='''νώνυμνος''': -ον, Ἐπικ. [[τύπος]] [[παράλληλος]] τῷ νώνῠμος, ἐν χρήσει [[ὅταν]] ἡ παραλήγουσα ἀναγκαίως πρέπῃ νὰ [[εἶναι]] μακρὰ (ὡς [[δίδυμνος]] ἀντὶ [[δίδυμος]], [[ἀπάλαμνος]] ἀντὶ [[ἀπάλαμος]]), νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ’ Ἄργεος Ἰλ. Μ. 70, Ν. 227., Ξ. 70· γενεήν γε θεοὶ ν. [[ὀπίσσω]] θῆκαν Ὀδ. Α. 222, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 153· [[πρόσθε]] ν. Πινδ. Ο. 11 (10). 61.
}}
{{Slater
|sltr=[[νώνυμνος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[nameless]] καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. [[πρόσθε]] γὰρ [[νώνυμνος]] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: [[νώνυμος]], νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)
}}
}}

Revision as of 14:41, 17 August 2017

German (Pape)

[Seite 273] poet. = Folgdm (ν ist eingeschoben, um die von Natur kurze Penultima durch Position lang zu machen, vgl. δίδυμνος, ἀπάλαμνος); νωνύμνους ἀπ ολέσθαι, Il. 12, 70, vgl. 14, 70; Od. 1, 222; Hes. O. 156; πρόσθε νώνυμνος, Pind. Ol. 11, 53; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 982.

Greek (Liddell-Scott)

νώνυμνος: -ον, Ἐπικ. τύπος παράλληλος τῷ νώνῠμος, ἐν χρήσει ὅταν ἡ παραλήγουσα ἀναγκαίως πρέπῃ νὰ εἶναι μακρὰ (ὡς δίδυμνος ἀντὶ δίδυμος, ἀπάλαμνος ἀντὶ ἀπάλαμος), νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ’ Ἄργεος Ἰλ. Μ. 70, Ν. 227., Ξ. 70· γενεήν γε θεοὶ ν. ὀπίσσω θῆκαν Ὀδ. Α. 222, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 153· πρόσθε ν. Πινδ. Ο. 11 (10). 61.

English (Slater)

νώνυμνος
   1 nameless καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: νώνυμος, νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)