τέρπομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 1: Line 1:


{{Slater
|sltr=<b>τέρπομαι</b> (τέρπεται, -ονται: aor. [[pass]]. pro med., τερφθέν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[delight]] in c. dat. οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται [[ἔνδοθεν]] (sc. [[Ῥαδάμανθυς]]) (P. 2.74) τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. . . ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται fr. 158. ]οις τερφθὲν ἱαροῖς ?fr. 338. 6.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> c. [[part]]. τέρπεται δὲ καί [[τις]] ἐπ' οἶδμ [[ἅλιον]] ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4.
}}

Revision as of 14:42, 17 August 2017

English (Slater)

τέρπομαι (τέρπεται, -ονται: aor. pass. pro med., τερφθέν.)
   a delight in c. dat. οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν (sc. Ῥαδάμανθυς) (P. 2.74) τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. . . ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται fr. 158. ]οις τερφθὲν ἱαροῖς ?fr. 338. 6.
   b c. part. τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4.