δύσηρις: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσηρις''': -ιδος, ὁ, ἡ, = [[δύσερις]] Ι, Πίνδ. Ο. 6. 33· ― ἀναφερόμενον ὡς ὁ Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ [[δύσερις]] ὑπὸ Μοίριδος σ. 126, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 707. | |lstext='''δύσηρις''': -ιδος, ὁ, ἡ, = [[δύσερις]] Ι, Πίνδ. Ο. 6. 33· ― ἀναφερόμενον ὡς ὁ Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ [[δύσερις]] ὑπὸ Μοίριδος σ. 126, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 707. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 17 August 2017
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A = δύσερις 1, Pi.O.6.19, Axiop.1.4: Att. form of δύσερις acc. to Moer.126.
German (Pape)
[Seite 680] nach den Atticisten eigtl. att. Form von δύσερις, feindselig, nur Pind. Ol. 6, 19.
Greek (Liddell-Scott)
δύσηρις: -ιδος, ὁ, ἡ, = δύσερις Ι, Πίνδ. Ο. 6. 33· ― ἀναφερόμενον ὡς ὁ Ἀττ. τύπος τοῦ δύσερις ὑπὸ Μοίριδος σ. 126, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 707.