ἀργύρεος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ἄργυρος]]): (of) [[silver]], [[silver]]-[[mounted]]; [[κρητήρ]], Il. 23.741; τελαμω<<><>>ν, Il. 11.38. | |auten=([[ἄργυρος]]): (of) [[silver]], [[silver]]-[[mounted]]; [[κρητήρ]], Il. 23.741; τελαμω<<><>>ν, Il. 11.38. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ἀργῠρεος</b> <br /> <b>1</b> of [[silver]] ἁ δὲ ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ' ἀργυρέαν (O. 6.40) ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων [[Φοῖβος]] (O. 9.32) ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ (N. 9.51) ἐξ ἀργυρέων κεράτων fr. 166. Μοῖσαι ἀργύρεαι ?fr. 287. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 17 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, contr. ἀργῠροῦς, ᾶ, οῦν:
A of silver, of the bow of Apollo, Il.1.49, cf. Pi.O.9.32; κρήτηρ Il.23.741, Od.4.615, cf.A.Fr. 184; τάλαρον Od.4.125; λάρναξ Il.18.412; ἀσάμινθοι Od.4.128, etc.; γένος Hes.Op.144, etc.; ἀ. πλοῦτος Pl.Lg.801d. 2 silver-plated, κλῖναι Hdt.9.82. II as Subst., ἀργυροῦς, ὁ, silver coin, LXXZa. 11.12, al., SIG731.20 (Tomi, i B. C.), Hero *Mens.60.1,al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργύρεος: -α, -ον, συνηρ. ἀργῠροῦς, ᾶ, οῦν: ἐξ ἀργύρου, «ἀσημένιος», λάμπων ὡς ἄργυρος, Λατ. argenteus, Ὅμ. περὶ τοῦ τόξου τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Α. 49· περὶ πολυτελῶν κρατήρων, Ψ. 740, Ὀδ. Δ. 615· ἐπὶ καλαθίσκων χρησίμων διὰ τὰ ἐργόχειρα τῶν δεσποινῶν. Φυλὰ δ’ ἀργύρεον τάλαρον φέρε Δ. 125, πρβλ. Ἰλ. Σ. 412· ἐπὶ λουτήρων, ὃς Μενελάῳ δῶκε δύ’ ἀργυρέας ἀσαμίνθους Ὀδ. Δ. 128, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 143, Πινδ. Ο. 9. 48, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 184, κτλ· ἀργυροῦς πλοῦτος Πλάτ. Νόμ. 801D. 2) ἐπάργυρος, κλῖναι Ἡρόδ. 9. 92. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἀργυροῦς, ὁ, ἀργυροῦν νόμισμα, Ἐπιφάν. καὶ Ἥρων. παρὰ Gronov. Pec. Vet. σ. 91. 435.
French (Bailly abrégé)
έα, εον;
1 d’argent;
2 argenté.
Étymologie: ἄργυρος.
English (Autenrieth)
(ἄργυρος): (of) silver, silver-mounted; κρητήρ, Il. 23.741; τελαμω<<><>>ν, Il. 11.38.
English (Slater)
ἀργῠρεος
1 of silver ἁ δὲ ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ' ἀργυρέαν (O. 6.40) ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων Φοῖβος (O. 9.32) ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ (N. 9.51) ἐξ ἀργυρέων κεράτων fr. 166. Μοῖσαι ἀργύρεαι ?fr. 287.