ἀποικία: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(SL_1)
(big3_5)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰποικία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[colony]], [[settlement]] ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ (ἐποικίᾳ e Σ Hermann: [[τουτέστι]] ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Σ.) (O. 1.24) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν [[τῶν]] Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) (I. 7.12)
|sltr=<b>ᾰποικία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[colony]], [[settlement]] ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ (ἐποικίᾳ e Σ Hermann: [[τουτέστι]] ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Σ.) (O. 1.24) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν [[τῶν]] Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) (I. 7.12)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hdt.1.146<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[colonia]], [[Δωρίς]] Pi.<i>I</i>.7.12, cf. <i>O</i>.1.24, S.<i>Fr</i>.373.6, Hdt.1.146, 5.46, 9.106, Hippias A 2, <i>IG</i> 1<sup>2</sup>.45.5 (V a.C.), D.7.32, X.<i>An</i>.4.8.22, op. metrópoli πᾶσα ἀ. ... τιμᾷ τὴν μητρόπολιν Th.1.34, εἰς ἀ. στέλλειν enviar a formar una colonia</i> Hdt.4.147, τοὺς συστασιώτας ... ἄγειν εἰς ἀ. llevar a fundar una colonia a los conjurados</i> Hdt.5.124, ἀποικίαν ... κτίσαι A.<i>Pr</i>.814, κτίσις τῶν ἀ. Isoc.12.190, cf. Plb.9.1.4, ἀποικίαν ποιήσασθαι fundar una colonia</i> Pl.<i>Lg</i>.702c, ἔοικεν ἡ κώμη [[ἀποικία]] οἰκίας εἶναι parece ser la aldea una colonia de la casa familiar</i> Arist.<i>Pol</i>.1252<sup>b</sup>17, [[ἀξία]] ἀ. ... θεοῦ παίδων una digna colonia de hijos de Dios</i> LXX <i>Sap</i>.12.7, ὁ ... περὶ τῆς ἀ. ... χρησμός Plu.2.96b, τῆς ἀ. ἡγεμών Plu.2.163b<br /><b class="num">•</b>fig. [[nuevo hogar]] τὰ δ' ἆθλα ἀ. καὶ μόνωσις las recompensas (del arrepentimiento) son un nuevo hogar y aislamiento</i> Ph.2.410.<br /><b class="num">2</b> c. verb. de ‘enviar’ y ‘conducir’ y c. compl. de direcc. [[expedición colonizadora]] ἀποικίαν ἄγων ἐς Σικελίαν Th.6.4, ἀ. ἐκπέμπειν Th.1.12, Isoc.12.14, Pl.<i>Plt</i>.293d, D.C.38.31.2, ἀ. κηρύσσειν ἐς τὴν Ἐπίδαμνον anunciar una salida de colonos a Epidamno</i> Th.1.27, στέλλειν τὴν εἰς Συρακούσας ἀ. mandar, ser el jefe de la expedición colonizadora de Siracusa</i> Str.8.6.22, cf. Plb.2.19.12, ἀποστέλλειν ἀ. Hdt.4.150, Aeschin.2.175, Plb.3.40.3.<br /><b class="num">II</b> [[emigración]] Hsch., esp., [[deportación]] en algunos casos de la hist. hebrea ἀπῳκίσθη Ιουδας, συνετέλεσεν ἀποικίαν τελείαν Judá ha sido deportado, ha cumplido una deportación completa</i> LXX <i>Ie</i>.13.19, οἱ ἀναβάντες ἀπὸ αἰχμαλωσίας τῆς ἀποικίας los que regresan del cautiverio de la deportación</i> LXX 2<i>Es</i>.17.6.<br /><b class="num">III</b> [[carta]] otorgada a una colonia, [[carta puebla]] ἀ. ἰδίως τὰ γράμματα καθ' ἃ ἀποικοῦσί τινες οὕτως ὠνόμασαν Hyp.<i>Fr</i>.73.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικία Medium diacritics: ἀποικία Low diacritics: αποικία Capitals: ΑΠΟΙΚΙΑ
Transliteration A: apoikía Transliteration B: apoikia Transliteration C: apoikia Beta Code: a)poiki/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (ἄποικος)

   A settlement far from home, colony, Pi.O.1.24, S.Fr.373.6, Hdt.1.146, IG1.31, etc.; correlative to μητρόπολις, Th.1.34; εἰς ἀ. στέλλειν, ἄγειν, send, lead to form a settlement, Hdt.4.147, 5.124; ἀ. κτίσαι A.Pr.814; ἀ. ἐκπέμπειν Th.1.12; ἀ. κηρύσσειν ἐς τόπον ib. 27; ἀ. ποιεῖσθαι Pl.Lg.702c; στέλλειν(of the οἰκιστής) Str.8.6.22; ἀποστέλλειν (of the μητρόπολις) Aeschin.2.176; ἡ κώμη ἀ. οἰκίας is an offshoot from .., Arist.Pol.1252b17.    2 migration, Ph.2.410.    II charter granted to a colony, Hyp.Fr. 73.

German (Pape)

[Seite 304] dasselbe, bes. Ansiedlung, Pflanzstadt, Pind. Ol. 1, 24 Aesch. Prom. 816 Her. 1, 146 Thuc. 1, 25 Plat. u. Folgde; τὰς ἀποικίας ποιεῖσθαι ἐπὶ τῶν ἀγρῶν Arist. pol. 6, 4, sich auf dem Lande (von der Stadt entfernt) ansiedeln.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄποικος), συνοικισμὸς ἀνθρώπων μακρὰν τῆς ἑαυτῶν πατρίδος, ἀποικία, Πινδ. Ο. 1. 36, Σοφ. Ἀποσπ. 342, Ἡρόδ. 1. 146, κτλ.· ἀντίστροφον τῷ μητρόπολις, Θουκ. 1. 34· εἰς ἀπ. στέλλειν, ἄγειν Ἡρόδ. 4. 147., 5. 124· ἀπ. κτίζειν, Αἰσχύλ. Πρ. 814· ἀπ. ἐκπέμπειν Θουκ. 1. 12· ἀπ. κηρύσσειν ἐς τόπον ὁ αὐτ. 1. 27· ἀπ. ποιεῖσθαι Πλάτ. Νόμ. 702C ἡ κώμη ἀποικία οἰκίας εἶναι παραφυάς, βλαστός, τῆς οἰκίας, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
colonisation, colonie ; ἀποικίαν ἐκπέμπειν emmener une colonie ; ἀποικίαν ἀποστέλλειν envoyer une colonie.
Étymologie: ἄποικος.

English (Slater)

ᾰποικία
   1 colony, settlement ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ (ἐποικίᾳ e Σ Hermann: τουτέστι ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Σ.) (O. 1.24) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) (I. 7.12)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.1.146
I 1colonia, Δωρίς Pi.I.7.12, cf. O.1.24, S.Fr.373.6, Hdt.1.146, 5.46, 9.106, Hippias A 2, IG 12.45.5 (V a.C.), D.7.32, X.An.4.8.22, op. metrópoli πᾶσα ἀ. ... τιμᾷ τὴν μητρόπολιν Th.1.34, εἰς ἀ. στέλλειν enviar a formar una colonia Hdt.4.147, τοὺς συστασιώτας ... ἄγειν εἰς ἀ. llevar a fundar una colonia a los conjurados Hdt.5.124, ἀποικίαν ... κτίσαι A.Pr.814, κτίσις τῶν ἀ. Isoc.12.190, cf. Plb.9.1.4, ἀποικίαν ποιήσασθαι fundar una colonia Pl.Lg.702c, ἔοικεν ἡ κώμη ἀποικία οἰκίας εἶναι parece ser la aldea una colonia de la casa familiar Arist.Pol.1252b17, ἀξία ἀ. ... θεοῦ παίδων una digna colonia de hijos de Dios LXX Sap.12.7, ὁ ... περὶ τῆς ἀ. ... χρησμός Plu.2.96b, τῆς ἀ. ἡγεμών Plu.2.163b
fig. nuevo hogar τὰ δ' ἆθλα ἀ. καὶ μόνωσις las recompensas (del arrepentimiento) son un nuevo hogar y aislamiento Ph.2.410.
2 c. verb. de ‘enviar’ y ‘conducir’ y c. compl. de direcc. expedición colonizadora ἀποικίαν ἄγων ἐς Σικελίαν Th.6.4, ἀ. ἐκπέμπειν Th.1.12, Isoc.12.14, Pl.Plt.293d, D.C.38.31.2, ἀ. κηρύσσειν ἐς τὴν Ἐπίδαμνον anunciar una salida de colonos a Epidamno Th.1.27, στέλλειν τὴν εἰς Συρακούσας ἀ. mandar, ser el jefe de la expedición colonizadora de Siracusa Str.8.6.22, cf. Plb.2.19.12, ἀποστέλλειν ἀ. Hdt.4.150, Aeschin.2.175, Plb.3.40.3.
II emigración Hsch., esp., deportación en algunos casos de la hist. hebrea ἀπῳκίσθη Ιουδας, συνετέλεσεν ἀποικίαν τελείαν Judá ha sido deportado, ha cumplido una deportación completa LXX Ie.13.19, οἱ ἀναβάντες ἀπὸ αἰχμαλωσίας τῆς ἀποικίας los que regresan del cautiverio de la deportación LXX 2Es.17.6.
III carta otorgada a una colonia, carta puebla ἀ. ἰδίως τὰ γράμματα καθ' ἃ ἀποικοῦσί τινες οὕτως ὠνόμασαν Hyp.Fr.73.