ἀεικέλιος: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(big3_1) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[αἰκέλιος]]. | |dgtxt=v. [[αἰκέλιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀεικέλιος:''' -α, -ον ή -ος, -ον = [[ἀεικής]], σε Όμηρ., Ηρόδ.· συνηρ. [[αἰκέλιος]], σε Θέογν., Ευρ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, Od.4.244, also ος, ον 19.341; poet. form of ἀεικής, 13.402, Il.14.84; contr. αἰκέλιος Thgn.1344, E.Andr.131 (lyr.): —of things, words, and actions; more rarely of persons, Od.6.242. Adv.
A -ίως Od.8.231, 16.109, B.3.45.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεικέλιος: α, ον. Ὀδ. Δ. 244· ἀλλὰ καὶ -ος, -ον, Τ. 341· παράλληλος ποιητ. τύπος τοῦ ἀεικής, Ὀδ. Ν. 402., Ἰλ. Ξ. 84, Ἠρόδ. - συνεσταλμ. αἰκέλιος, Θέογν. 1344. Εὐρ. Ἀνδρ. 131. (λυρ.)· - ἐπὶ πραγμάτων, λόγων καὶ πράξεων· σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Ζ. 212· - ἐπίρρ. -ίως, Ὀδ. Θ. 231, Π. 109.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
inconvenant, honteux, déplorable.
Étymologie: ἀ, εἴκελος.
English (Autenrieth)
2 and 3, = ἀεικής: ‘illfavored, Od. 6.242; adv., ἀεικελίως: disgracefully.
Spanish (DGE)
v. αἰκέλιος.
Greek Monotonic
ἀεικέλιος: -α, -ον ή -ος, -ον = ἀεικής, σε Όμηρ., Ηρόδ.· συνηρ. αἰκέλιος, σε Θέογν., Ευρ.· επίρρ. -ίως, σε Ομήρ. Οδ.