ἀελπτέω: Difference between revisions
(big3_1) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[desesperar]] ἀ. σόον εἶναι <i>Il</i>.7.310, τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168. | |dgtxt=[[desesperar]] ἀ. σόον εἶναι <i>Il</i>.7.310, τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀελπτέω:''' ([[ἄελπτος]]), δεν έχω [[ελπίδα]]· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον [[εἶναι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A have no hope, despair, only in part., ἀελπτέοντες σόον εἶναι Il.7.310; ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168.
Greek (Liddell-Scott)
ἀελπτέω: εἶμαι ἄελπτος, δὲν ἔχω ἐλπίδα, ἀπογινώσκω, μόνον ἐν τῇ μετοχῇ ἀπαντᾷ, ἀελπτέοντες σόον εἶναι, Ἰλ. Η. 310· ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, Ἡρόδ. 7. 168. Οἱ τύποι ἀελπέω, ἀελπής, ὑποστηρίζονται ὑπὸ Λοβ. Φρύν. 569.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés.
ne point espérer, ne pas s’attendre à, inf..
Étymologie: ἄελπτος.
English (Autenrieth)
be hopeless; ἀϝελπτέοντες σόον εἶναι, ‘despairing of his safety,’ i. e. ‘recovering him safe beyond their hopes,’ Il. 7.310†.
Spanish (DGE)
desesperar ἀ. σόον εἶναι Il.7.310, τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168.
Greek Monotonic
ἀελπτέω: (ἄελπτος), δεν έχω ελπίδα· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον εἶναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, σε Ηρόδ.