ἄκοινος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no común]], [[particular]] ἄ. ... καὶ [[ἀπόρρητος]] πρὸς τοὺς πολλοὺς ἡ τῶν ἔργων παρασκευή Them.<i>Or</i>.11.142a.<br /><b class="num">2</b> [[solitario]] ἄ. ἐν τῷ κοινῷ solitario en (medio de) la comunidad</i> Gr.Naz.M.36.268C<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ. [[soledad]] τὸ ἄ. ἐν τῷ κοινῷ Gr.Naz.M.35.724B. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no común]], [[particular]] ἄ. ... καὶ [[ἀπόρρητος]] πρὸς τοὺς πολλοὺς ἡ τῶν ἔργων παρασκευή Them.<i>Or</i>.11.142a.<br /><b class="num">2</b> [[solitario]] ἄ. ἐν τῷ κοινῷ solitario en (medio de) la comunidad</i> Gr.Naz.M.36.268C<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ. [[soledad]] τὸ ἄ. ἐν τῷ κοινῷ Gr.Naz.M.35.724B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄκοινος]], -ον (Α) [[κοινός]]<br />αυτός που δεν έχει κοινοποιηθεί, που δεν έχει γίνει [[γνωστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not common, Them.Or.11.142a.
German (Pape)
[Seite 75] nicht gemein, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκοινος: -ον, ὁ μὴ κοινός, Θεμιστ. Λόγ. 142Α.
Spanish (DGE)
-ον
1 no común, particular ἄ. ... καὶ ἀπόρρητος πρὸς τοὺς πολλοὺς ἡ τῶν ἔργων παρασκευή Them.Or.11.142a.
2 solitario ἄ. ἐν τῷ κοινῷ solitario en (medio de) la comunidad Gr.Naz.M.36.268C
•subst. τὸ ἄ. soledad τὸ ἄ. ἐν τῷ κοινῷ Gr.Naz.M.35.724B.
Greek Monolingual
ἄκοινος, -ον (Α) κοινός
αυτός που δεν έχει κοινοποιηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός.