ἀκατασκεύαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no equipado]], [[sin armar]]de un barco, Chrys.M.62.131.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[mal preparado]] φάρμακον Thphr.<i>HP</i> 9.16.6.<br /><b class="num">2</b> [[informe]], [[caótico]] γῆ LXX <i>Ge</i>.1.2, λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ. 1<i>Apoc</i>.19.<br /><b class="num">3</b> [[no fabricado]] σοφία καὶ [[δύναμις]] ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοι Gr.Nyss.<i>Ar.et Sab</i>.80.15<br /><b class="num">•</b>fig. [[sencillo]], [[no rebuscado]] Plu.<i>Vit.Hom</i>.218, γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόν Synes.<i>Ep</i>.137.273.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sencillamente]] [[ἁπλῶς]] καὶ ἀ. D.H.<i>Is</i>.15.2<br /><b class="num">•</b>[[sin prueba]] Origenes <i>Cels</i>.4.58.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no equipado]], [[sin armar]]de un barco, Chrys.M.62.131.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[mal preparado]] φάρμακον Thphr.<i>HP</i> 9.16.6.<br /><b class="num">2</b> [[informe]], [[caótico]] γῆ LXX <i>Ge</i>.1.2, λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ. 1<i>Apoc</i>.19.<br /><b class="num">3</b> [[no fabricado]] σοφία καὶ [[δύναμις]] ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοι Gr.Nyss.<i>Ar.et Sab</i>.80.15<br /><b class="num">•</b>fig. [[sencillo]], [[no rebuscado]] Plu.<i>Vit.Hom</i>.218, γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόν Synes.<i>Ep</i>.137.273.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sencillamente]] [[ἁπλῶς]] καὶ ἀ. D.H.<i>Is</i>.15.2<br /><b class="num">•</b>[[sin prueba]] Origenes <i>Cels</i>.4.58.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατασκεύαστος]], -ον) [[κατασκευάζω]]<br />αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο [[άφτιαχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακατέργαστος]] ή [[εκείνος]], του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η [[κατεργασία]]<br />«ἀκατασκεύαστον [[φάρμακον]]» (Θεόφραστος, <i>Φυτ</i>. / στ. 9, 16, 6)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], ο [[αδιάπλαστος]]<br />«ἡ δὲ γῆ ἦν [[ἀόρατος]] καὶ [[ἀκατασκεύαστος]]» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (<b>βλ.</b> [[ακατάσκευος]])<br /><b>4.</b> [[αστόλιστος]], [[ανεπιτήδευτος]], [[απλός]] (<b>βλ.</b> [[ακατάσκευος]]).
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατασκεύαστος Medium diacritics: ἀκατασκεύαστος Low diacritics: ακατασκεύαστος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akataskeúastos Transliteration B: akataskeuastos Transliteration C: akataskeyastos Beta Code: a)kataskeu/astos

English (LSJ)

ον,

   A not properly prepared, φάρμακον Thphr.HP9.16.6; unwrought, unformed, γῆ LXX Ge.1.2; ἡ ἀ. chaos, 1Enoch 21.1; unpolished, unartificial, ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ. Ps.-Plu.Vit.Hom.218. Adv. -τως D.H.Is.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατασκεύαστος: -ον, = ἀκατέργαστος, τραχύς, οὐχὶ ἐπιμελῶς κατειργασμένος, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 6. καὶ αὐτόθι Schneid., Ἑβδ. (Γεν. α΄, 2). - Ἐπίρρ. -τως, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου, 15. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος λεπτὴν ἐπεξεργασίαν, Βί. Ὁμ. 218.

Spanish (DGE)

-ον
I no equipado, sin armarde un barco, Chrys.M.62.131.
II 1mal preparado φάρμακον Thphr.HP 9.16.6.
2 informe, caótico γῆ LXX Ge.1.2, λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ. 1Apoc.19.
3 no fabricado σοφία καὶ δύναμις ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοι Gr.Nyss.Ar.et Sab.80.15
fig. sencillo, no rebuscado Plu.Vit.Hom.218, γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόν Synes.Ep.137.273.
III adv. -ως sencillamente ἁπλῶς καὶ ἀ. D.H.Is.15.2
sin prueba Origenes Cels.4.58.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατασκεύαστος, -ον) κατασκευάζω
αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος
αρχ.
1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία
«ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6)
2. αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ο αδιάπλαστος
«ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (βλ. ακατάσκευος)
4. αστόλιστος, ανεπιτήδευτος, απλός (βλ. ακατάσκευος).