ἀσπιδόδουπος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
(big3_7)
(6)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀσπῐδόδουπος) -ον<br />[[de escudos resonantes]] ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις Pi.<i>I</i>.1.23.
|dgtxt=(ἀσπῐδόδουπος) -ον<br />[[de escudos resonantes]] ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις Pi.<i>I</i>.1.23.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσπιδόδουπος]], -ον (Α)<br />αυτός που προξενεί κρότο με την [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]](-[[ίδος]]) <span style="color: red;">+</span> [[δούπος]] «[[θόρυβος]]»].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδόδουπος Medium diacritics: ἀσπιδόδουπος Low diacritics: ασπιδόδουπος Capitals: ΑΣΠΙΔΟΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: aspidódoupos Transliteration B: aspidodoupos Transliteration C: aspidodoupos Beta Code: a)spido/doupos

English (LSJ)

ον,

   A clattering with shields, Pi.I.1.23.

German (Pape)

[Seite 373] schildrauschend, δρόμος, Waffenlauf, Pind. I. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδόδουπος: -ον, ὁ διὰ τῶν ἀσπίδων ποιῶν δοῦπον, κρότον, ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις ἐν δρόμοις Πινδ. Ι. 1. 32· πρβλ. ὁπλίτης 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui retentit du bruit du bouclier.
Étymologie: ἀσπίς, δοῦπος.

English (Slater)

ἀσπῐδόδουπος
   1 with ringing shields ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις (I. 1.23)

Spanish (DGE)

(ἀσπῐδόδουπος) -ον
de escudos resonantes ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις Pi.I.1.23.

Greek Monolingual

ἀσπιδόδουπος, -ον (Α)
αυτός που προξενεί κρότο με την ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος) + δούπος «θόρυβος»].