ἀνάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(big3_4)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[descomponible]] οἱ δὲ τοῦ Ἐπικούρου θεοί Origenes <i>Cels</i>.4.14.
|dgtxt=-ον<br />[[descomponible]] οἱ δὲ τοῦ Ἐπικούρου θεοί Origenes <i>Cels</i>.4.14.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί [[γιατί]] [[είναι]] [[χαλαρά]] δεμένος<br /><b>2.</b> ο άπλεκτος<br /><b>3.</b> ο αραιά υφασμένος<br /><b>4.</b> ο λειωμένος, ο διαλυμένος<br /><b>5.</b> ο [[νερουλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναλυτάδα]], [[ανάλυτος]]. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλῠτος Medium diacritics: ἀνάλυτος Low diacritics: ανάλυτος Capitals: ΑΝΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: análytos Transliteration B: analytos Transliteration C: analytos Beta Code: a)na/lutos

English (LSJ)

ον,

   A dissoluble, Plot.4.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλυτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀναλυθῇ, Πλωτῖν. 457Α.

Spanish (DGE)

-ον
descomponible οἱ δὲ τοῦ Ἐπικούρου θεοί Origenes Cels.4.14.

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος
2. ο άπλεκτος
3. ο αραιά υφασμένος
4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος
5. ο νερουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω.
ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].