βληχώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough

Source
(big3_9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[borreguil]], [[estúpido]] μωρὴ δὲ ποίμνη καὶ τὰ πάντα β. Babr.93.5, cf. <i>Const.App</i>.8.40.3, <i>Et.Gen</i>.α 1205.
|dgtxt=-ες<br />[[borreguil]], [[estúpido]] μωρὴ δὲ ποίμνη καὶ τὰ πάντα β. Babr.93.5, cf. <i>Const.App</i>.8.40.3, <i>Et.Gen</i>.α 1205.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βληχώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που βελάζει, [[προβατώδης]], σε Βάβρ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βληχώδης Medium diacritics: βληχώδης Low diacritics: βληχώδης Capitals: ΒΛΗΧΩΔΗΣ
Transliteration A: blēchṓdēs Transliteration B: blēchōdēs Transliteration C: vlichodis Beta Code: blhxw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A bleating, sheepish, Babr.93.5.

German (Pape)

[Seite 449] ες, blökend; übertr., schafig, dumm, Babr. 93, 5.

Greek (Liddell-Scott)

βληχώδης: -ες, (εἶδος) βελάζων, προβατώδης, εὐήθης, Βάβρ. 93. 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un mouton, càd sot, bête.
Étymologie: βληχάομαι.

Spanish (DGE)

-ες
borreguil, estúpido μωρὴ δὲ ποίμνη καὶ τὰ πάντα β. Babr.93.5, cf. Const.App.8.40.3, Et.Gen.α 1205.

Greek Monotonic

βληχώδης: -ες (εἶδος), αυτός που βελάζει, προβατώδης, σε Βάβρ.