γυμνωτέος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_10) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> de pers. [[que debe ser privado de]] c. gen. γ. δὴ πάντων πλὴν δικαιοσύνης Pl.<i>R</i>.361c.<br /><b class="num">2</b> de palabras [[que debe ser puesto en evidencia]] ὅμως δὲ ἔτι καὶ μᾶλλον ἀποκαλυπτέα καὶ γυμνωτέα Them.<i>Or</i>.23.294c. | |dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> de pers. [[que debe ser privado de]] c. gen. γ. δὴ πάντων πλὴν δικαιοσύνης Pl.<i>R</i>.361c.<br /><b class="num">2</b> de palabras [[que debe ser puesto en evidencia]] ὅμως δὲ ἔτι καὶ μᾶλλον ἀποκαλυπτέα καὶ γυμνωτέα Them.<i>Or</i>.23.294c. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γυμνωτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[γυμνόω]], πρέπει [[κανείς]] να απογυμνώσει· <i>τινός</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A to be stripped of, τινός Pl.R.361c. II γυμνωτέον, one must strip, Gal.10.448: pl., -τέα Them.Or.23.294c.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνωτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει να ἀπογυμνώσῃ ἢ νὰ ἀποστερήσῃ τις, τινὸς Πλάτ. Πολιτ. 361C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de γυμνόω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de pers. que debe ser privado de c. gen. γ. δὴ πάντων πλὴν δικαιοσύνης Pl.R.361c.
2 de palabras que debe ser puesto en evidencia ὅμως δὲ ἔτι καὶ μᾶλλον ἀποκαλυπτέα καὶ γυμνωτέα Them.Or.23.294c.
Greek Monotonic
γυμνωτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του γυμνόω, πρέπει κανείς να απογυμνώσει· τινός, σε Πλάτ.