διαπραγματεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(big3_11)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[examinar a fondo]], [[ocuparse de]] τοῦτον τὸν λόγον Pl.<i>Phd</i>.77d, τὴν αἰτίαν Pl.<i>Phd</i>.95e, τὴν παροῦσαν ἀπόκρισιν Iambl.<i>Myst</i>.1.19.<br /><b class="num">2</b> [[negociar]] ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντο <i>Eu.Luc</i>.19.15<br /><b class="num">•</b>abs. [[dirigir una empresa comercial]] en part. ὁ διαπραγματευόμενος <i>POxy</i>.1982.16 (V d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[hacer]], [[llevar a cabo]] μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιταν Gal.17(2).436, διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματος Iambl.<i>Myst</i>.5.16, en v. pas. τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθη Phot.<i>Bibl</i>.194b25.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ocuparse]], [[trabajar]] c. giro prep. ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένης Iambl.<i>Myst</i>.3.1, περὶ τῶν κατηγοριῶν Simp.<i>in Cat</i>.8.22.2, εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Phot.<i>Bibl</i>.99b10.<br /><b class="num">2</b> [[actuar]], [[comportarse]] ἱερῶς διαπραγματευομένη llevando una vida santa</i> Dion.Ar.<i>EH</i> 73.17, cf. 77.7, πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο; ¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...?</i> Dexipp.<i>in Cat</i>.34.5.
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[examinar a fondo]], [[ocuparse de]] τοῦτον τὸν λόγον Pl.<i>Phd</i>.77d, τὴν αἰτίαν Pl.<i>Phd</i>.95e, τὴν παροῦσαν ἀπόκρισιν Iambl.<i>Myst</i>.1.19.<br /><b class="num">2</b> [[negociar]] ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντο <i>Eu.Luc</i>.19.15<br /><b class="num">•</b>abs. [[dirigir una empresa comercial]] en part. ὁ διαπραγματευόμενος <i>POxy</i>.1982.16 (V d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[hacer]], [[llevar a cabo]] μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιταν Gal.17(2).436, διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματος Iambl.<i>Myst</i>.5.16, en v. pas. τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθη Phot.<i>Bibl</i>.194b25.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ocuparse]], [[trabajar]] c. giro prep. ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένης Iambl.<i>Myst</i>.3.1, περὶ τῶν κατηγοριῶν Simp.<i>in Cat</i>.8.22.2, εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Phot.<i>Bibl</i>.99b10.<br /><b class="num">2</b> [[actuar]], [[comportarse]] ἱερῶς διαπραγματευομένη llevando una vida santa</i> Dion.Ar.<i>EH</i> 73.17, cf. 77.7, πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο; ¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...?</i> Dexipp.<i>in Cat</i>.34.5.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[διά]] and [[πραγματεύομαι]]; to [[thoroughly]] [[occupy]] [[oneself]], i.e. (transitively and by [[implication]]) to [[earn]] in [[business]]: [[gain]] by trading.
}}
}}

Revision as of 17:49, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπραγμᾰτεύομαι Medium diacritics: διαπραγματεύομαι Low diacritics: διαπραγματεύομαι Capitals: ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diapragmateúomai Transliteration B: diapragmateuomai Transliteration C: diapragmateyomai Beta Code: diapragmateu/omai

English (LSJ)

   A discuss or examine thoroughly, τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd.77d; τὴν αἰτίαν ib.95e.    II gain by trading, Ev.Luc. 19.15.    III accomplish, τι πρὸς τοὺς θεούς Iamb.Myst.5.16.

German (Pape)

[Seite 597] 1) genau durchforschen, untersuchen, Plat. Phaed. 77 d 95 e. – 2) unternehmen, Dion. Hal. 3, 72.

Greek (Liddell-Scott)

διαπραγμᾰτεύομαι: ἀποθ., συζητῶ ἢ ἐξετάζω ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν αὐτόθι 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. κερδαίνω ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15.

French (Bailly abrégé)

examiner à fond, acc..
Étymologie: διά, πραγματεύομαι.

Spanish (DGE)

I tr.
1 examinar a fondo, ocuparse de τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd.77d, τὴν αἰτίαν Pl.Phd.95e, τὴν παροῦσαν ἀπόκρισιν Iambl.Myst.1.19.
2 negociar ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντο Eu.Luc.19.15
abs. dirigir una empresa comercial en part. ὁ διαπραγματευόμενος POxy.1982.16 (V d.C.).
3 hacer, llevar a cabo μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιταν Gal.17(2).436, διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματος Iambl.Myst.5.16, en v. pas. τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθη Phot.Bibl.194b25.
II intr.
1 ocuparse, trabajar c. giro prep. ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένης Iambl.Myst.3.1, περὶ τῶν κατηγοριῶν Simp.in Cat.8.22.2, εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Phot.Bibl.99b10.
2 actuar, comportarse ἱερῶς διαπραγματευομένη llevando una vida santa Dion.Ar.EH 73.17, cf. 77.7, πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο; ¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...? Dexipp.in Cat.34.5.

English (Strong)

from διά and πραγματεύομαι; to thoroughly occupy oneself, i.e. (transitively and by implication) to earn in business: gain by trading.