ἀλλαντοπωλέω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(big3_3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[vender morcillas]] ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην Ar.<i>Eq</i>.1242, ἐπὶ ταῖς πύλαις ἀλλαντοπωλήσει Ar.<i>Eq</i>.1398.
|dgtxt=[[vender morcillas]] ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην Ar.<i>Eq</i>.1242, ἐπὶ ταῖς πύλαις ἀλλαντοπωλήσει Ar.<i>Eq</i>.1398.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλαντοπωλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμπορεύομαι]] [[αλλαντικά]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλαντοπωλέω Medium diacritics: ἀλλαντοπωλέω Low diacritics: αλλαντοπωλέω Capitals: ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΕΩ
Transliteration A: allantopōléō Transliteration B: allantopōleō Transliteration C: allantopoleo Beta Code: a)llantopwle/w

English (LSJ)

   A deal in sausages, Ar.Eq.1242.

German (Pape)

[Seite 102] Wurst verkaufen, Ar. Eq. 1239.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλαντοπωλέω: πωλῶ ἀλλᾶντας, Ἀριστοφ. Ἱπ. 143, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vendre des saucissons.
Étymologie: ἀλλαντοπώλης.

Spanish (DGE)

vender morcillas ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην Ar.Eq.1242, ἐπὶ ταῖς πύλαις ἀλλαντοπωλήσει Ar.Eq.1398.

Greek Monotonic

ἀλλαντοπωλέω: μέλ. -ήσω, εμπορεύομαι αλλαντικά, σε Αριστοφ.