δυσπρόσδεκτος: Difference between revisions
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[inaceptable]], [[desagradable]] φθόνος ... δυσπρόσδεκτα ποιῶν τὰ ὠφέλιμα Plu.2.39d, cf. 100e<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. c. gen. obj. τὸ δ. διαβολῆς la resistencia a escuchar la calumnia</i> M.Ant.1.5. | |dgtxt=-ον<br />[[inaceptable]], [[desagradable]] φθόνος ... δυσπρόσδεκτα ποιῶν τὰ ὠφέλιμα Plu.2.39d, cf. 100e<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. c. gen. obj. τὸ δ. διαβολῆς la resistencia a escuchar la calumnia</i> M.Ant.1.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσπρόσδεκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα γίνεται [[αποδεκτός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα αποδέχεται [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hardly admitted, disagreeable, Plu.2.39d. II Act., disinclined to entertain, διαβολῆς M.Ant.1.5.
German (Pape)
[Seite 688] 1) schwer annehmend, glaubend, τινός, M. Anton. 1, 5. – 2) schwer anzunehmen, lästig, Plut., καὶ ἀηδής audit. 4, καὶ λυπηρός de virt. et vit. A (p. 312).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσδεκτος: -ον, δυσκόλως γινόμενος ἀποδεκτός, δυσάρεστος, Πλούτ. 2. 39D. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἀποδεχόμενός τι, Μ. Ἀντων. 1. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on admet avec peine, désagréable, fâcheux;
2 qui admet avec peine, gén..
Étymologie: δυσ-, προσδέχομαι.
Spanish (DGE)
-ον
inaceptable, desagradable φθόνος ... δυσπρόσδεκτα ποιῶν τὰ ὠφέλιμα Plu.2.39d, cf. 100e
•neutr. subst. τὸ δ. c. gen. obj. τὸ δ. διαβολῆς la resistencia a escuchar la calumnia M.Ant.1.5.
Greek Monolingual
δυσπρόσδεκτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα γίνεται αποδεκτός
2. εκείνος που δύσκολα αποδέχεται κάτι.