δυσφόρμιγξ: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ιγγος<br />[[difícil de acompañar con la lira]], e.e. [[triste]], [[lúgubre]] ἄτα E.<i>IT</i> 225. | |dgtxt=-ιγγος<br />[[difícil de acompañar con la lira]], e.e. [[triste]], [[lúgubre]] ἄτα E.<i>IT</i> 225. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσφόρμιγξ]] (-ιγγος), ο, η (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δυσφόρμιγξ]] ἄτη» — [[συμφορά]] που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη [[μουσική]] της φόρμιγγος, άξια για θρήνους, <b>Ευρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ,
A unlike the lyre, mournful, E.IT225 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 690] ιγγος, traurig (tönend); ἄτη Eur. I. T. 224.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
non accompagné des accents de la lyre ; triste, lamentable.
Étymologie: δυσ-, φόρμιγξ.
Spanish (DGE)
-ιγγος
difícil de acompañar con la lira, e.e. triste, lúgubre ἄτα E.IT 225.
Greek Monolingual
δυσφόρμιγξ (-ιγγος), ο, η (Α)
φρ. «δυσφόρμιγξ ἄτη» — συμφορά που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη μουσική της φόρμιγγος, άξια για θρήνους, Ευρ.).