ἐναποτίνω: Difference between revisions

From LSJ
(big3_14)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[pagar]] ἐναποτεῖσαι χρήματα pagar multas</i> Ar.<i>Au</i>.38.
|dgtxt=[[pagar]] ἐναποτεῖσαι χρήματα pagar multas</i> Ar.<i>Au</i>.38.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐναποτίνω]] (Α)<br />[[καταβάλλω]], [[πληρώνω]] για δαπάνες δίκης.
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποτίνω Medium diacritics: ἐναποτίνω Low diacritics: εναποτίνω Capitals: ΕΝΑΠΟΤΙΝΩ
Transliteration A: enapotínō Transliteration B: enapotinō Transliteration C: enapotino Beta Code: e)napoti/nw

English (LSJ)

   A pay or spend in litigation in a place, πόλις κοινὴ ἐναποτεῖσαι Χρήματα Ar.Av.38.

German (Pape)

[Seite 828] (s. τίνω), darin als Buße (Proceßkosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποτίνω: δαπανῶ εἰς δίκας ἔν τινι τόπῳ, πόλιν … πᾶσι κοινὴν ἐναποτῖσαι χρήματα, «παρ’ ὑπόνοιαν ἀντὶ τοῦ ἐμβιῶναι καὶ ἐνοικεῖν εἶπεν ἐναποτῖσαι χρήματα, εἰς τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων, ὅτι συκοφαντούμενοι οἱ πολλοὶ ἀπέτινον χρήματα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 38.

French (Bailly abrégé)

payer en échange.
Étymologie: ἐν, ἀποτίνω.

Spanish (DGE)

pagar ἐναποτεῖσαι χρήματα pagar multas Ar.Au.38.

Greek Monolingual

ἐναποτίνω (Α)
καταβάλλω, πληρώνω για δαπάνες δίκης.