ἑλκύδριον: Difference between revisions

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source
(big3_14b)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό [[jarra]], [[vaso]] Dionys.Trag.12b, cf. <i>EM</i> 331.10G.<br />-ου, τό<br />dim. de [[ἕλκος]], medic. [[heridita]], [[úlcera pequeña]] ἢν δὲ μή, ἑ. ἐγκαταλειφθῆναι κίνδυνος ἀναλθές Hp.<i>Art</i>.63, cf. Ar.<i>Eq</i>.907, τὸ ὑπολειφθὲν [καὶ] κατὰ τὴν βάσιν ἑ. ἀποθεραπεύειν al caer el ombligo, Sor.2.14.6, cf. Plu.2.299f, ἑ. τι μικρὸν ἀφλέγμαντόν τε καὶ ἀνώδυνον en la uña, Gal.7.386, ὑπὸ τὸ [[γόνυ]] τὸ δεξιὸν ἑ. ἄνθρακι ἐοικός Aristid.<i>Or</i>.47.14, cf. Steph.<i>in Hp.Aph</i>.1.164.27, <i>Gp</i>.12.27.4.
|dgtxt=-ου, τό [[jarra]], [[vaso]] Dionys.Trag.12b, cf. <i>EM</i> 331.10G.<br />-ου, τό<br />dim. de [[ἕλκος]], medic. [[heridita]], [[úlcera pequeña]] ἢν δὲ μή, ἑ. ἐγκαταλειφθῆναι κίνδυνος ἀναλθές Hp.<i>Art</i>.63, cf. Ar.<i>Eq</i>.907, τὸ ὑπολειφθὲν [καὶ] κατὰ τὴν βάσιν ἑ. ἀποθεραπεύειν al caer el ombligo, Sor.2.14.6, cf. Plu.2.299f, ἑ. τι μικρὸν ἀφλέγμαντόν τε καὶ ἀνώδυνον en la uña, Gal.7.386, ὑπὸ τὸ [[γόνυ]] τὸ δεξιὸν ἑ. ἄνθρακι ἐοικός Aristid.<i>Or</i>.47.14, cf. Steph.<i>in Hp.Aph</i>.1.164.27, <i>Gp</i>.12.27.4.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλκύδριον:''' τό, υποκορ. του [[ἕλκος]], μικρό δερματικό [[τραύμα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκύδριον Medium diacritics: ἑλκύδριον Low diacritics: ελκύδριον Capitals: ΕΛΚΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: helkýdrion Transliteration B: helkydrion Transliteration C: elkydrion Beta Code: e(lku/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἕλκος,

   A slight sore, Hp.Art.63, Ar.Eq.907.    II = κάδος, Dionys.Trag.12.

German (Pape)

[Seite 799] τό, dim. von ἕλκος, kleine Wunde, kleines Geschwür, bes. kleine Blasen in der Haut, Hippocr., Ar. Equ. 907 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἕλκος, μικρὰ πληγή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀριστοφ. Ἱππ. 907.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite blessure, petit ulcère.
Étymologie: ἕλκος.

Spanish (DGE)

-ου, τό jarra, vaso Dionys.Trag.12b, cf. EM 331.10G.
-ου, τό
dim. de ἕλκος, medic. heridita, úlcera pequeña ἢν δὲ μή, ἑ. ἐγκαταλειφθῆναι κίνδυνος ἀναλθές Hp.Art.63, cf. Ar.Eq.907, τὸ ὑπολειφθὲν [καὶ] κατὰ τὴν βάσιν ἑ. ἀποθεραπεύειν al caer el ombligo, Sor.2.14.6, cf. Plu.2.299f, ἑ. τι μικρὸν ἀφλέγμαντόν τε καὶ ἀνώδυνον en la uña, Gal.7.386, ὑπὸ τὸ γόνυ τὸ δεξιὸν ἑ. ἄνθρακι ἐοικός Aristid.Or.47.14, cf. Steph.in Hp.Aph.1.164.27, Gp.12.27.4.

Greek Monotonic

ἑλκύδριον: τό, υποκορ. του ἕλκος, μικρό δερματικό τραύμα, σε Αριστοφ.