διφάσιος: Difference between revisions
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(big3_12) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[de dos clases]] γράμματα Hdt.2.36, αἰτίαι Hdt.1.70, 3.122, ἐφρόνεον δὲ διφασίας ἰδέας tenían la opinión dividida</i> Hdt.6.100, μελίχματα <i>Milet</i> 1(3).31a.2 (VI/V a.C.), ὁδοὶ διφάσιαι Eus.Mynd.63.<br /><b class="num">2</b> [[doble]] τρώματα μεγάλα διφάσια dos grandes desastres</i> Hdt.1.18, διφάσια στόματα doble boca (del Nilo)</i>, Hdt.2.17, εἰκόνες Hdt.2.182.<br /><b class="num">3</b> adv. -ίως [[de dos modos]], <i>Gloss</i>.2.279.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de δίφασος, comp. de δισ(σ)- y de un segundo término dud., quizá -φατος, de *<i>bh°H<sup>i̯</sup>2</i>-, cf. φημί, como lat. <i>bifariam</i>; menos prob. la rel. c. φαίνομαι. | |dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[de dos clases]] γράμματα Hdt.2.36, αἰτίαι Hdt.1.70, 3.122, ἐφρόνεον δὲ διφασίας ἰδέας tenían la opinión dividida</i> Hdt.6.100, μελίχματα <i>Milet</i> 1(3).31a.2 (VI/V a.C.), ὁδοὶ διφάσιαι Eus.Mynd.63.<br /><b class="num">2</b> [[doble]] τρώματα μεγάλα διφάσια dos grandes desastres</i> Hdt.1.18, διφάσια στόματα doble boca (del Nilo)</i>, Hdt.2.17, εἰκόνες Hdt.2.182.<br /><b class="num">3</b> adv. -ίως [[de dos modos]], <i>Gloss</i>.2.279.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de δίφασος, comp. de δισ(σ)- y de un segundo término dud., quizá -φατος, de *<i>bh°H<sup>i̯</sup>2</i>-, cf. φημί, como lat. <i>bifariam</i>; menos prob. la rel. c. φαίνομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διφάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, = [[διπλάσιος]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διττός]], [[διπλός]], [[διπλάσιος]], Λατ. [[bifarius]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. = [[δύο]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, Ion. Adj.,
A of two kinds, γράμματα Hdt.2.36; αἰτίαι Id.3.122, cf. Schwyzer 725 (Milet.), Eus.Mynd.63. II in pl., = δύο, Hdt.1.18, 2.17, al.
Greek (Liddell-Scott)
διφάσιος: [ᾰ], -α, -ον, Ἰων. ἐπίθ., διπλάσιος, διπλοῦς, διττός, Λατ. bifarius, Ἡρόδ. 2. 36., 3. 122 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. =δύο, ὁ αὐτ. 1. 18., 2. 17 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 double;
2 de double nature, de deux sortes.
Étymologie: δίς, φημί.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de dos clases γράμματα Hdt.2.36, αἰτίαι Hdt.1.70, 3.122, ἐφρόνεον δὲ διφασίας ἰδέας tenían la opinión dividida Hdt.6.100, μελίχματα Milet 1(3).31a.2 (VI/V a.C.), ὁδοὶ διφάσιαι Eus.Mynd.63.
2 doble τρώματα μεγάλα διφάσια dos grandes desastres Hdt.1.18, διφάσια στόματα doble boca (del Nilo), Hdt.2.17, εἰκόνες Hdt.2.182.
3 adv. -ίως de dos modos, Gloss.2.279.
• Etimología: Deriv. de δίφασος, comp. de δισ(σ)- y de un segundo término dud., quizá -φατος, de *bh°Hi̯2-, cf. φημί, como lat. bifariam; menos prob. la rel. c. φαίνομαι.
Greek Monotonic
διφάσιος: [ᾰ], -α, -ον, = διπλάσιος·
I. διττός, διπλός, διπλάσιος, Λατ. bifarius, σε Ηρόδ.
II. στον πληθ. = δύο, στον ίδ.