ἀναθρέω: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(big3_3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[contemplar]], [[observar detenidamente]] οἷ' ἔχω κακά E.<i>Hec</i>.808, τοὺς ἀδίκους Ar.<i>Fr</i>.58.5Au., τοῦτο ὃ ὄπωπεν Pl.<i>Cra</i>.399c, εἰς τὸν οὐρανόν Crito 3, πρὸς τὸ ἀληθές Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.9, cf. <i>Prot</i>.10.92.5<br /><b class="num">•</b>en pas. τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα nuestra conducta examinada a la luz de las palabras</i> Th.4.87.
|dgtxt=[[contemplar]], [[observar detenidamente]] οἷ' ἔχω κακά E.<i>Hec</i>.808, τοὺς ἀδίκους Ar.<i>Fr</i>.58.5Au., τοῦτο ὃ ὄπωπεν Pl.<i>Cra</i>.399c, εἰς τὸν οὐρανόν Crito 3, πρὸς τὸ ἀληθές Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.9, cf. <i>Prot</i>.10.92.5<br /><b class="num">•</b>en pas. τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα nuestra conducta examinada a la luz de las palabras</i> Th.4.87.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναθρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερευνώ]], [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] προσεκτικά, σε Ευρ., Πλάτ. — Παθ., τὰ ἔργα ἐκ [[τῶν]] λόγων ἀναθρούμενα, οι πράξεις τους σε [[σύγκριση]] με τα [[λόγια]] τους, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθρέω Medium diacritics: ἀναθρέω Low diacritics: αναθρέω Capitals: ΑΝΑΘΡΕΩ
Transliteration A: anathréō Transliteration B: anathreō Transliteration C: anathreo Beta Code: a)naqre/w

English (LSJ)

   A look up at, view narrowly, E.Hec.808; ἀ. ὃ ὄπωπεν Pl. Cra.399c:—Pass., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα compared with... Th.4.87.

German (Pape)

[Seite 188] genau betrachten, Eur. Hec. 808; pass., Thuc. 4, 87; bei Plat. Crat. 399 c zur Ableitung von ἄνθρωπος benutzt, mehr: nach oben blicken u. betrachten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθρέω: βλέπω πρὸς τὰ ἄνω, βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, ὡς τὸ ἀναθεωρέω, Εὐρ. Ἑκ. 808· καὶ ἀναθρεῖ καὶ λογίζεται τοῦτο ὃ ὄπωπεν. Πλάτ. Κρατ. 399C: - Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, συγκρινόμενα πρὸς..., Θουκ. 4. 86.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
examiner avec attention ; Pass. ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα THC actes que l’on met en regard des paroles.
Étymologie: ἀνά, ἀθρέω.

Spanish (DGE)

contemplar, observar detenidamente οἷ' ἔχω κακά E.Hec.808, τοὺς ἀδίκους Ar.Fr.58.5Au., τοῦτο ὃ ὄπωπεν Pl.Cra.399c, εἰς τὸν οὐρανόν Crito 3, πρὸς τὸ ἀληθές Clem.Al.Paed.2.1.9, cf. Prot.10.92.5
en pas. τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα nuestra conducta examinada a la luz de las palabras Th.4.87.

Greek Monotonic

ἀναθρέω: μέλ. -ήσω, ερευνώ, εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά, σε Ευρ., Πλάτ. — Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, οι πράξεις τους σε σύγκριση με τα λόγια τους, σε Θουκ.