αὐχήεις: Difference between revisions
From LSJ
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
(big3_8) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εσσα, -εν<br />[[jactancioso]], [[orgulloso]] αὐχήεντες [[Ἐλινοί]] Rhian.34, αὐχήεντας Ἴβηρας Opp.<i>H</i>.2.677, αὐχήεσσαν ... Λητώ Nonn.<i>D</i>.20.75, cf. 13.545, αὐχήεντες ὀπάονες Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.4.51, βοῦς <i>AP</i> 6.114 (Simm.). | |dgtxt=-εσσα, -εν<br />[[jactancioso]], [[orgulloso]] αὐχήεντες [[Ἐλινοί]] Rhian.34, αὐχήεντας Ἴβηρας Opp.<i>H</i>.2.677, αὐχήεσσαν ... Λητώ Nonn.<i>D</i>.20.75, cf. 13.545, αὐχήεντες ὀπάονες Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.4.51, βοῦς <i>AP</i> 6.114 (Simm.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐχήεις:''' -εσσα, -εν, [[καυχησιάρης]], [[υπερήφανος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 30 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A braggart, proud, Opp.H.2.677; [βοῦς] AP6.114 (Simm.).
German (Pape)
[Seite 405] εσσα, εν, prahlerisch, stolz, Opp. Hal. 2, 677; βοῦς Samii Ep. 1 (VI, 114); Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχήεις: εσσα, εν, ἀλαζών, κομπαστής, καυχητής, ὑπεροπτικός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 677· βοῦς Ἀνθ. Π. 6. 114.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
fier, orgueilleux.
Étymologie: αὐχή.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
jactancioso, orgulloso αὐχήεντες Ἐλινοί Rhian.34, αὐχήεντας Ἴβηρας Opp.H.2.677, αὐχήεσσαν ... Λητώ Nonn.D.20.75, cf. 13.545, αὐχήεντες ὀπάονες Nonn.Par.Eu.Io.4.51, βοῦς AP 6.114 (Simm.).
Greek Monotonic
αὐχήεις: -εσσα, -εν, καυχησιάρης, υπερήφανος, σε Ανθ.