ἀργυρολογία: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[recaudación de un tributo]] ᾤχοντο ἐπ' ἀργυρολογίαν ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου X.<i>HG</i> 1.1.8, ἐπ' ἀργυρολογίαν ἐπαναπεπλευκέναι X.<i>HG</i> 4.8.35, τὴν ἀργυρολογίαν ἀνεδέξατο D.C.48.2.2.<br /><b class="num">2</b> [[extorsión de dinero]], <i>PBeatty Panop</i>.2.229 (IV d.C.).
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[recaudación de un tributo]] ᾤχοντο ἐπ' ἀργυρολογίαν ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου X.<i>HG</i> 1.1.8, ἐπ' ἀργυρολογίαν ἐπαναπεπλευκέναι X.<i>HG</i> 4.8.35, τὴν ἀργυρολογίαν ἀνεδέξατο D.C.48.2.2.<br /><b class="num">2</b> [[extorsión de dinero]], <i>PBeatty Panop</i>.2.229 (IV d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀργυρολογία]]) [[αργυρολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[συγκέντρωση]] χρημάτων που γίνεται με [[αναξιοπρέπεια]] και για ιδιοτελείς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br />η [[φορολογία]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρολογία Medium diacritics: ἀργυρολογία Low diacritics: αργυρολογία Capitals: ΑΡΓΥΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: argyrología Transliteration B: argyrologia Transliteration C: argyrologia Beta Code: a)rgurologi/a

English (LSJ)

ἡ, levying of money, X.HG1.1.8, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολογία: ἡ, συλλογὴ χρημάτων, εἴσπραξις χρημάτων, φορολογία, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
perception d’une contribution.
Étymologie: ἀργυρολόγος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 recaudación de un tributo ᾤχοντο ἐπ' ἀργυρολογίαν ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου X.HG 1.1.8, ἐπ' ἀργυρολογίαν ἐπαναπεπλευκέναι X.HG 4.8.35, τὴν ἀργυρολογίαν ἀνεδέξατο D.C.48.2.2.
2 extorsión de dinero, PBeatty Panop.2.229 (IV d.C.).

Greek Monolingual

η (Α ἀργυρολογία) αργυρολόγος
νεοελλ.
η συγκέντρωση χρημάτων που γίνεται με αναξιοπρέπεια και για ιδιοτελείς σκοπούς
αρχ.
η φορολογία.