ἀποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[simple]], [[sin adorno]] ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, [[ἁπλοῦς]] ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.<i>Il</i>.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.<i>VP</i> 103<br /><b class="num">•</b>[[homogéneo]] σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de manera simple]] ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[simple]], [[sin adorno]] ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, [[ἁπλοῦς]] ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.<i>Il</i>.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.<i>VP</i> 103<br /><b class="num">•</b>[[homogéneo]] σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de manera simple]] ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποίκιλος]], -ον (AM) [[ποικίλος]]<br />[[αστόλιστος]], [[αδιακόσμητος]].
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποίκῐλος Medium diacritics: ἀποίκιλος Low diacritics: αποίκιλος Capitals: ΑΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: apoíkilos Transliteration B: apoikilos Transliteration C: apoikilos Beta Code: a)poi/kilos

English (LSJ)

ον,

   A unadorned, simple, ἀληθείας στολή Ph.1.369, al.; homogeneous, σῶμα ὁμοιομερὲς καὶ ἀ. Plot.6.7.13, cf. Iamb.VP23.103. Adv. -λως Vett. Val.343.36.

German (Pape)

[Seite 304] nicht bunt, einfach, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποίκῐλος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ποικιλίαν, μὴ κεκοσμημένος, Φίλων 1. 369 κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 simple, sin adorno ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, ἁπλοῦς ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.Il.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.VP 103
homogéneo σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.
2 adv. -ως de manera simple ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.

Greek Monolingual

ἀποίκιλος, -ον (AM) ποικίλος
αστόλιστος, αδιακόσμητος.