ἔκπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
(big3_14b)
(11)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[caído en desgracia]], [[desgraciado]] Vett.Val.82.16, 98.9, 420.27, οἱ πρότερον ἠτιμωμένοι καὶ ἔκπτωτοι Chrys.M.49.407<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[expulsado]], [[excluido]] τοῦ μακαρισμοῦ Anon.Hier.<i>Luc</i>.31.97<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἐ. [[el caído]], [[el pecador]] Thdt.Anc.<i>Hom</i>.72.11 (p.79.5).<br /><b class="num">2</b> [[despreciable]] πατὴρ ... [[ἄδοξος]] ἢ ... ἐ. Paul.Al.58.15, cf. 71.7.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[caído en desgracia]], [[desgraciado]] Vett.Val.82.16, 98.9, 420.27, οἱ πρότερον ἠτιμωμένοι καὶ ἔκπτωτοι Chrys.M.49.407<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[expulsado]], [[excluido]] τοῦ μακαρισμοῦ Anon.Hier.<i>Luc</i>.31.97<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἐ. [[el caído]], [[el pecador]] Thdt.Anc.<i>Hom</i>.72.11 (p.79.5).<br /><b class="num">2</b> [[despreciable]] πατὴρ ... [[ἄδοξος]] ἢ ... ἐ. Paul.Al.58.15, cf. 71.7.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκπτωτος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε η [[εξουσία]], το [[αξίωμα]] («ἐκπτωτος [[βασιλιάς]]», «[[έκπτωτος]] αρχιερεύς»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[έκπτωτος]] [[εργολάβος]]» — αυτός που έχασε τα δικαιώματά του [[γιατί]] δεν εκτέλεσε επαρκώς τους όρους της συμβάσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ξέπεσε στα μάτια τών άλλων, [[ανυπόληπτος]]<br /><b>2.</b> [[εξόριστος]].
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπτωτος Medium diacritics: ἔκπτωτος Low diacritics: έκπτωτος Capitals: ΕΚΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: ékptōtos Transliteration B: ekptōtos Transliteration C: ekptotos Beta Code: e)/kptwtos

English (LSJ)

ον,

   A abject, Paul.Al.O.1 ; banished, Vett. Val.86.14,al.

Spanish (DGE)

-ον
1 caído en desgracia, desgraciado Vett.Val.82.16, 98.9, 420.27, οἱ πρότερον ἠτιμωμένοι καὶ ἔκπτωτοι Chrys.M.49.407
c. gen. expulsado, excluido τοῦ μακαρισμοῦ Anon.Hier.Luc.31.97
subst. ὁ ἐ. el caído, el pecador Thdt.Anc.Hom.72.11 (p.79.5).
2 despreciable πατὴρ ... ἄδοξος ἢ ... ἐ. Paul.Al.58.15, cf. 71.7.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκπτωτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε η εξουσία, το αξίωμα («ἐκπτωτος βασιλιάς», «έκπτωτος αρχιερεύς»)
νεοελλ.
«έκπτωτος εργολάβος» — αυτός που έχασε τα δικαιώματά του γιατί δεν εκτέλεσε επαρκώς τους όρους της συμβάσεως
αρχ.
1. αυτός που ξέπεσε στα μάτια τών άλλων, ανυπόληπτος
2. εξόριστος.