δειλιάζω: Difference between revisions
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
(big3_10) |
(8) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[quedarse pasmado]]glos. a κατατεθήπειν Hsch. | |dgtxt=[[quedarse pasmado]]glos. a κατατεθήπειν Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Μ [[δειλιάζω]])<br />κατέχομαι από φόβο για [[κάτι]], [[διστάζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να δειλιάσει («[[τίποτε]] δεν με δειλιάζει»)<br /><b>2.</b> [[αποκάμνω]], κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται [[ακόμη]] δειλιασμένα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εδειλίασα</i>, αόρ. του αρχ. [[δειλιώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
Spanish (DGE)
quedarse pasmadoglos. a κατατεθήπειν Hsch.
Greek Monolingual
(Μ δειλιάζω)
κατέχομαι από φόβο για κάτι, διστάζω να κάνω κάτι («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να δειλιάσει («τίποτε δεν με δειλιάζει»)
2. αποκάμνω, κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται ακόμη δειλιασμένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εδειλίασα, αόρ. του αρχ. δειλιώ].