διασφενδονάω: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(big3_11) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[lanzar con honda]] τὸ σῶμα κατὰ λεπτὸν συγκόψαντες τὰ μέλη διεσφενδόνησαν D.S.17.83<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser esparcido]], [[salir disparado]] τῶν ἀνδρῶν ... διασφενδονηθέντων en un barco que choca, Plu.<i>Marc</i>.15, λίθοι διασφενδονώμενοι Agath.3.25.5.<br /><b class="num">2</b> [[desmembrar]], [[descuartizar]] Βῆσσον ... εὑρὼν διεσφενδόνησεν Plu.<i>Alex</i>.43.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med. [[esparcirse]], [[dispersarse en todas direcciones]] ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους ... οἳ φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο X.<i>An</i>.4.2.3, cf. D.C.56.14.2. | |dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[lanzar con honda]] τὸ σῶμα κατὰ λεπτὸν συγκόψαντες τὰ μέλη διεσφενδόνησαν D.S.17.83<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser esparcido]], [[salir disparado]] τῶν ἀνδρῶν ... διασφενδονηθέντων en un barco que choca, Plu.<i>Marc</i>.15, λίθοι διασφενδονώμενοι Agath.3.25.5.<br /><b class="num">2</b> [[desmembrar]], [[descuartizar]] Βῆσσον ... εὑρὼν διεσφενδόνησεν Plu.<i>Alex</i>.43.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med. [[esparcirse]], [[dispersarse en todas direcciones]] ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους ... οἳ φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο X.<i>An</i>.4.2.3, cf. D.C.56.14.2. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διασφενδονάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διασκορπίζω]] εκσφενδονίζοντας — Παθ., εκτινάσσομαι σε κομμάτια, σε τεμάχια, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A scatter as by a sling, D.S.17.83:—Pass., to be hurled from slings, Agath.3.25, 5.3; to be scattered in all directions, X.An. 4.2.3, Plu.Marc.15, D.C.56.14. II dismember, Plu.Alex.43.
German (Pape)
[Seite 605] auseinander schleudern, sprengen, λίθοι φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας διεσφενδονῶντο, flogen in Stücken auseinander, Xen. An. 4, 2, 3; vgl. Plut. Alex . 43; τά μέλη, D. Sic. 17, 83.
Greek (Liddell-Scott)
διασφενδονάω: διασκορπίζω ἐκτινάσσων μακρὰν ὡς διὰ σφενδόνης, Διόδ. 17. 83. -Παθ., ἐκτινάσσομαι εἰς τεμάχια, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, Πλούτ. Μαρκέλλ. 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
atteindre avec des projectiles lancés de côté et d’autre par une fronde ; Pass. être atteint par une grêle de projectiles.
Étymologie: διά, σφενδονάω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 lanzar con honda τὸ σῶμα κατὰ λεπτὸν συγκόψαντες τὰ μέλη διεσφενδόνησαν D.S.17.83
•en v. pas. ser esparcido, salir disparado τῶν ἀνδρῶν ... διασφενδονηθέντων en un barco que choca, Plu.Marc.15, λίθοι διασφενδονώμενοι Agath.3.25.5.
2 desmembrar, descuartizar Βῆσσον ... εὑρὼν διεσφενδόνησεν Plu.Alex.43.
II intr. en v. med. esparcirse, dispersarse en todas direcciones ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους ... οἳ φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο X.An.4.2.3, cf. D.C.56.14.2.
Greek Monotonic
διασφενδονάω: μέλ. -ήσω, διασκορπίζω εκσφενδονίζοντας — Παθ., εκτινάσσομαι σε κομμάτια, σε τεμάχια, σε Ξεν.