δεύτατος: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(big3_11)
(9)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -τάτιος, -η, -ον Max.350<br />sup. de [[δεύτερος]] [[el último]] δ. ἦλθεν <i>Il</i>.19.51, <i>Od</i>.1.286, πάντων βῆ δ. Q.S.12.332, τοῦτ' ... δεύτατον εἶπεν ἔπος <i>Od</i>.23.342, τί δὲ δ. εἴπω; <i>AP</i> 5.108 (Crin.), ἀμφὶ δεύτατα a lo último en una comida, e.e., a los postres</i> Pi.<i>O</i>.1.50, ἐν ἠοῖ δευτατίῃ Max.l.c., cf. Mosch.4.65, <i>Schwyzer</i> 90.3, 92.2 (ambas Argos III a.C.), Hsch.
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -τάτιος, -η, -ον Max.350<br />sup. de [[δεύτερος]] [[el último]] δ. ἦλθεν <i>Il</i>.19.51, <i>Od</i>.1.286, πάντων βῆ δ. Q.S.12.332, τοῦτ' ... δεύτατον εἶπεν ἔπος <i>Od</i>.23.342, τί δὲ δ. εἴπω; <i>AP</i> 5.108 (Crin.), ἀμφὶ δεύτατα a lo último en una comida, e.e., a los postres</i> Pi.<i>O</i>.1.50, ἐν ἠοῖ δευτατίῃ Max.l.c., cf. Mosch.4.65, <i>Schwyzer</i> 90.3, 92.2 (ambas Argos III a.C.), Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[δεύτατος]], -η, -ον και [[δευτάτιος]], -α και -η, -ον (Α)<br />[[τελευταίος]], [[έσχατος]] («[[δεύτατος]] ἦλθεν... [[Ἀγαμέμνων]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[δεύτερος]] με [[επίθημα]] δηλωτικό του υπερθετικού βαθμού].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεύτατος Medium diacritics: δεύτατος Low diacritics: δεύτατος Capitals: ΔΕΥΤΑΤΟΣ
Transliteration A: deútatos Transliteration B: deutatos Transliteration C: deytatos Beta Code: deu/tatos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of δεύτερος,

   A = ὕστατος, the last, Il.19.51, Mosch.4.65, Schwyzer90.3, 92.2 (Argos, iii B. C.), etc.:—prob. f.l. in Pi.O.1.50.

German (Pape)

[Seite 552] der letzte, superlativ. zu δεύτερος, von δεύεσθαι, Scholl. Aristonic. Iliad. 19, 51 ἡ διπλῆ, ὅτι δεύτατος ἀπὸ τοῦ δεύεσθαι ὁ ἔσχατος· τὸ δὲ δεύεσθαι ἐνδεῖν ἐστι, vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 23, 248. Bei Homer findet sich δεύτατος dreimal, überall an derselben Stelle des Verses, mit dem 2. Fuße beginnond: Iliad. 19, 51 αὐτὰρ ὁ

French (Bailly abrégé)

η, ον :
litt. tout à fait le second, càd le dernier.
Étymologie: Sp. de δεύτερος.

English (Autenrieth)

(sup. of δεύτερος): last.

English (Slater)

δεύτᾰτος
   1 last, end of τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (δεύτερα e codd. Athenaei Schweighauser. at the end of the meal ) (O. 1.50)

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Alolema(s): -τάτιος, -η, -ον Max.350
sup. de δεύτερος el último δ. ἦλθεν Il.19.51, Od.1.286, πάντων βῆ δ. Q.S.12.332, τοῦτ' ... δεύτατον εἶπεν ἔπος Od.23.342, τί δὲ δ. εἴπω; AP 5.108 (Crin.), ἀμφὶ δεύτατα a lo último en una comida, e.e., a los postres Pi.O.1.50, ἐν ἠοῖ δευτατίῃ Max.l.c., cf. Mosch.4.65, Schwyzer 90.3, 92.2 (ambas Argos III a.C.), Hsch.

Greek Monolingual

δεύτατος, -η, -ον και δευτάτιος, -α και -η, -ον (Α)
τελευταίος, έσχατοςδεύτατος ἦλθεν... Ἀγαμέμνων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δεύτερος με επίθημα δηλωτικό του υπερθετικού βαθμού].