ἀναμορφωτής: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(big3_4) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[que da nueva forma]] Hsch.s.u. [[εἰδοποιός]]. | |dgtxt=-οῦ, ὁ [[que da nueva forma]] Hsch.s.u. [[εἰδοποιός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἀναμορφωτής]]) (Ν θηλ. -ώτρια)<br />αυτός που επιφέρει [[αναμόρφωση]], που αναμορφώνει<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τον Ησύχιο «[[ειδοποιός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αναμορφώ</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον γιατρό και φιλόλογο Περ. Βέγια]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Hsch.
A s.v. εἰδοποιός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμορφωτής: ὁ, ὁ ἀναμορφῶν, καθ’ Ἡσύχ. «εἰδοποιός».
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ que da nueva forma Hsch.s.u. εἰδοποιός.
Greek Monolingual
ο (Α ἀναμορφωτής) (Ν θηλ. -ώτρια)
αυτός που επιφέρει αναμόρφωση, που αναμορφώνει
αρχ.
κατά τον Ησύχιο «ειδοποιός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον γιατρό και φιλόλογο Περ. Βέγια].