ἀκαταιτίατος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no inculpado]], [[no acusado]], [[inocente]] ἀλλ' ἀκαταιτιάτοις ἀκρίτοις οὐδεὶς ἐβοήθησε τοῖς δεδεμένοις nadie ayudó a (aquellos) presos ni inculpados ni juzgados</i> I.<i>BI</i> 4.169, cf. 259, 266, 280, μᾶλλον διὰ τοὺς πολλοὺς ἀκαταιτιάτους συγγνῶναι mejor perdonar (a unos pocos malvados) a causa de muchos inocentes</i> I.<i>BI</i> 2.304.
|dgtxt=-ον<br />[[no inculpado]], [[no acusado]], [[inocente]] ἀλλ' ἀκαταιτιάτοις ἀκρίτοις οὐδεὶς ἐβοήθησε τοῖς δεδεμένοις nadie ayudó a (aquellos) presos ni inculpados ni juzgados</i> I.<i>BI</i> 4.169, cf. 259, 266, 280, μᾶλλον διὰ τοὺς πολλοὺς ἀκαταιτιάτους συγγνῶναι mejor perdonar (a unos pocos malvados) a causa de muchos inocentes</i> I.<i>BI</i> 2.304.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκαταιτίατος]], -ον (Α) [[καταιτιῶμαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για [[τίποτε]], ο εντελώς [[αθώος]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταιτίᾱτος Medium diacritics: ἀκαταιτίατος Low diacritics: ακαταιτίατος Capitals: ΑΚΑΤΑΙΤΙΑΤΟΣ
Transliteration A: akataitíatos Transliteration B: akataitiatos Transliteration C: akataitiatos Beta Code: a)kataiti/atos

English (LSJ)

ον,

   A not to be accused, J.BJ4.3.10, al.; not to be accused, blameless, ib.2.14.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταιτίᾱτος: -ον, = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κατηγορήσῃ, ἀθῷος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλ. 1. 24, 8, Κύριλλ., κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
no inculpado, no acusado, inocente ἀλλ' ἀκαταιτιάτοις ἀκρίτοις οὐδεὶς ἐβοήθησε τοῖς δεδεμένοις nadie ayudó a (aquellos) presos ni inculpados ni juzgados I.BI 4.169, cf. 259, 266, 280, μᾶλλον διὰ τοὺς πολλοὺς ἀκαταιτιάτους συγγνῶναι mejor perdonar (a unos pocos malvados) a causa de muchos inocentes I.BI 2.304.

Greek Monolingual

ἀκαταιτίατος, -ον (Α) καταιτιῶμαι
εκείνος που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο εντελώς αθώος.