ἀκάττυτος: Difference between revisions
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(big3_2) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[sin remendar]], [[nuevo]] ὑπόδημα Teles 4.40. | |dgtxt=-ον [[sin remendar]], [[nuevo]] ὑπόδημα Teles 4.40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκάττυτος]], -ον (Α) [[καττύω]], [[κασσύω]]<br />αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο [[ξυπόλυτος]] ή (σύμφωνα με [[άλλη]] [[ερμηνεία]]) αυτός που δεν έχει σόλες, [[καινούργιος]] (αποδίδεται στο [[υπόδημα]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not stitched, i.e. new, of shoes, Teles p.40 H.
Spanish (DGE)
-ον sin remendar, nuevo ὑπόδημα Teles 4.40.
Greek Monolingual
ἀκάττυτος, -ον (Α) καττύω, κασσύω
αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο ξυπόλυτος ή (σύμφωνα με άλλη ερμηνεία) αυτός που δεν έχει σόλες, καινούργιος (αποδίδεται στο υπόδημα).