ἀκάττυτος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάττῡτος Medium diacritics: ἀκάττυτος Low diacritics: ακάττυτος Capitals: ΑΚΑΤΤΥΤΟΣ
Transliteration A: akáttytos Transliteration B: akattytos Transliteration C: akattytos Beta Code: a)ka/ttutos

English (LSJ)

ἀκάττυτον, not stitched, i.e. new, of shoes, Teles p.40 H.

Spanish (DGE)

-ον sin remendar, nuevo ὑπόδημα Teles 4.40.

Greek Monolingual

ἀκάττυτος, -ον (Α) καττύω, κασσύω
αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο ξυπόλυτος ή (σύμφωνα με άλλη ερμηνεία) αυτός που δεν έχει σόλες, καινούργιος (αποδίδεται στο υπόδημα).