ἀλητός: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(big3_3)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[molido]], [[ἅλς]] Archig. en Orib.8.1.33.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀλητόν [[molienda]] Babr.29.1.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[molido]], [[ἅλς]] Archig. en Orib.8.1.33.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀλητόν [[molienda]] Babr.29.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλητός]], ο (Α)<br />η [[πράξη]] του αλέσματος, [[άλεση]], [[άλεσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. [[αντί]] [[ἀλετός]], ο «η [[πράξη]] του αλέσματος» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶ</i> «[[αλέθω]]»)].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλητός Medium diacritics: ἀλητός Low diacritics: αλητός Capitals: ΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: alētós Transliteration B: alētos Transliteration C: alitos Beta Code: a)lhto/s

English (LSJ)

(A), ὁ, poet. for ἀλετός, εἰς ἀ. ἐπράθη was sold

   A to grind in the mill, Babr.29.1.ἀλητόςἀλητός (B), ή, όν, Adj.

   A ground, Archig. ap. Orib.8.1.33.

German (Pape)

[Seite 95] ὁ, Mühle, Batr. 29, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλητός: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἀλετός, εἰς ἀλ. ἐπράθη, ἐπωλήθη ὅπως ἀλέθῃ ἐν τῷ μύλῳ, Βαβρ. 29.1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 molido, ἅλς Archig. en Orib.8.1.33.
2 subst. τὸ ἀλητόν molienda Babr.29.1.

Greek Monolingual

ἀλητός, ο (Α)
η πράξη του αλέσματος, άλεση, άλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. αντί ἀλετός, ο «η πράξη του αλέσματος» (< ἀλῶ «αλέθω»)].