ἀλοιητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[trillador]] σίδηρος Nonn.<i>D</i>.17.237, ἀ. ὀδόντες molares</i>, <i>AP</i> 11.379 (Agath.)<br /><b class="num">•</b>fig. c. gen. (λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείων Orác. en Iul.<i>Mis</i>.370a (cf. [[ἀλοητής]]).
|dgtxt=-ῆρος<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[trillador]] σίδηρος Nonn.<i>D</i>.17.237, ἀ. ὀδόντες molares</i>, <i>AP</i> 11.379 (Agath.)<br /><b class="num">•</b>fig. c. gen. (λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείων Orác. en Iul.<i>Mis</i>.370a (cf. [[ἀλοητής]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλοιητήρ]] (-ῆρος), ο (AM)<br />αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> (στον πληθυντικό) <i>οι αλοιητήρες</i><br />οι γομφίοι, οι τραπεζίτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλοιῶ</i>, επικ. τ. του ρ. <i>ἀλοῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλοιητήρ Medium diacritics: ἀλοιητήρ Low diacritics: αλοιητήρ Capitals: ΑΛΟΙΗΤΗΡ
Transliteration A: aloiētḗr Transliteration B: aloiētēr Transliteration C: aloiitir Beta Code: a)loihth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω)

   A thresher, grinder, as Adj., σίδηρος Nonn. D. 17.237; ἀ. ὀδόντες grinders, AP11.379 (Agath.): metaph., λιμός Orac. ap. Jul.Mis.370a.

German (Pape)

[Seite 109] ῆρος, ὁ, Drescher; dah. Zermalmer, ὀδόντες, Backzähne, Agath. 74 (XI, 379); σιδηρός Nonn. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοιητήρ: ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω) ὁ ἁλωνίζων, κατατρίβων, σίδηρος, Νόνν. Δ. 17. 237: ἀλ. ὀδόντες, οἱ τραπεζῖται ἢ γόμφιοι, Λατ. inolares Ἀνθ. Π. 11. 379.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui broie ; ἀλοιητῆρες ὀδόντες dents molaires.
Étymologie: ἀλοιάω.

Spanish (DGE)

-ῆρος

• Prosodia: [ᾰ-]
trillador σίδηρος Nonn.D.17.237, ἀ. ὀδόντες molares, AP 11.379 (Agath.)
fig. c. gen. (λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείων Orác. en Iul.Mis.370a (cf. ἀλοητής).

Greek Monolingual

ἀλοιητήρ (-ῆρος), ο (AM)
αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια κ.λπ.)
2. (στον πληθυντικό) οι αλοιητήρες
οι γομφίοι, οι τραπεζίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιῶ, επικ. τ. του ρ. ἀλοῶ].