ἀμύριστος: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br /><b class="num">1</b> [[no empapado de perfumes]] στέμμα <i>GVI</i> 1522.5 (Cirene II a.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[rudo]] Σίβυλλα ... ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.B 92. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br /><b class="num">1</b> [[no empapado de perfumes]] στέμμα <i>GVI</i> 1522.5 (Cirene II a.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[rudo]] Σίβυλλα ... ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.B 92. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμύριστος]], -ον) [[μυρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναδίδει [[μυρωδιά]], [[άοσμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον μύρισε, δεν τον οσφράνθηκε [[κανείς]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν μύρισε από [[σήψη]], δεν βρόμησε<br /><b>4.</b> (για κοπέλες) ανέπαφη, [[παρθενική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχρισαν, δεν τον άλειψαν με μύρα<br /><b>2.</b> [[τραχύς]], [[άξεστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A not steeped in unguents, στέμματα Epigr.Gr. 418 (Cyrene). 2 metaph., rude, rough, ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.92.
German (Pape)
[Seite 132] ungesalbt, Heracl. bei Plut. Pyth. or. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύριστος: -ον, ὁ μὴ ἀληλιμμένος διὰ μύρων, στέμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) μεταφ., τραχύς, ἄξεστος, ἀμ. φθεγγομένη Πλούτ. 2. 397Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non parfumé.
Étymologie: ἀ, μυρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 no empapado de perfumes στέμμα GVI 1522.5 (Cirene II a.C.).
2 fig. rudo Σίβυλλα ... ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.B 92.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμύριστος, -ον) μυρίζω
1. αυτός που δεν αναδίδει μυρωδιά, άοσμος
2. αυτός που δεν τον μύρισε, δεν τον οσφράνθηκε κανείς
3. αυτός που δεν μύρισε από σήψη, δεν βρόμησε
4. (για κοπέλες) ανέπαφη, παρθενική
αρχ.
1. αυτός που δεν τον έχρισαν, δεν τον άλειψαν με μύρα
2. τραχύς, άξεστος.