ἀμμόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[pista arenosa para carreras]], <i>AB</i> 208.
|dgtxt=-ου, ὁ [[pista arenosa para carreras]], <i>AB</i> 208.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμμόδρομος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]] [[επάνω]] σε αμμώδες [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμόδρομος Medium diacritics: ἀμμόδρομος Low diacritics: αμμόδρομος Capitals: ΑΜΜΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: ammódromos Transliteration B: ammodromos Transliteration C: ammodromos Beta Code: a)mmo/dromos

English (LSJ)

ὁ,

   A sandy place for racing, AB208.

German (Pape)

[Seite 126] ὁ, Sand-Rennbahn, B. A. 208.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμόδρομος: ὁ, ἀμμώδης τόπος πρὸς ἱπποδρομίαν, Α. Β. 208.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pista arenosa para carreras, AB 208.

Greek Monolingual

ἀμμόδρομος, ο (Α)
1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος
2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + δρόμος.