ἀναρίστητος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀνᾱρίστητος) -ον<br />[[que no ha almorzado]] Eup.68, Ar.<i>Fr</i>.454, Gal.15.562.
|dgtxt=(ἀνᾱρίστητος) -ον<br />[[que no ha almorzado]] Eup.68, Ar.<i>Fr</i>.454, Gal.15.562.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναρίστητος]], -ον (Α) [[αναριστώ]]<br />αυτός που δεν προγευμάτισε.
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾱρίστητος Medium diacritics: ἀναρίστητος Low diacritics: αναρίστητος Capitals: ΑΝΑΡΙΣΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anarístētos Transliteration B: anaristētos Transliteration C: anaristitos Beta Code: a)nari/sthtos

English (LSJ)

ον,

   A not having breakfasted, Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.

German (Pape)

[Seite 205] der nochnicht gefrühstückt hat, nüchtern, Antiphan. u. Timocl. com. bei Suid.; Eupol. bei Ath. II, 47 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾱρίστητος: -ον, ὁ μὴ προγευματίσας, ἀπρογευμάτιστος, ἀναρίστητος ὢν κοὐδὲν βεβρωκώς, ἀλλά γὰρ στέφανον ἔχων Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 391, κτλ.

Spanish (DGE)

(ἀνᾱρίστητος) -ον
que no ha almorzado Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.

Greek Monolingual

ἀναρίστητος, -ον (Α) αναριστώ
αυτός που δεν προγευμάτισε.