ἀνάπυστος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
(big3_4)
(4)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[conocido]] ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν <i>Od</i>.11.274, ὑστέρῳ μέντοι χρόνῳ ἀνάπυστα ἐγένετο ταῦτα Hdt.6.66, ἀνάπυστα γενόμενα ταῦτα Hdt.6.64.
|dgtxt=-ον<br />[[conocido]] ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν <i>Od</i>.11.274, ὑστέρῳ μέντοι χρόνῳ ἀνάπυστα ἐγένετο ταῦτα Hdt.6.66, ἀνάπυστα γενόμενα ταῦτα Hdt.6.64.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνάπυστος]], -ον (Α) [[αναπυνθάνομαι]]<br />[[πασίγνωστος]], [[περίφημος]], [[ξακουστός]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπυστος Medium diacritics: ἀνάπυστος Low diacritics: ανάπυστος Capitals: ΑΝΑΠΥΣΤΟΣ
Transliteration A: anápystos Transliteration B: anapystos Transliteration C: anapystos Beta Code: a)na/pustos

English (LSJ)

ον,

   A well-known, notorious, Od.11.274, Hdt.6.64,66, etc.

German (Pape)

[Seite 204] ausgeforscht, bekannt, Od. 11, 274; Her. 6, 64 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπυστος: -ον, πασίγνωστος, περίφημος, «ξακουστός», ὡς τὸ περίπυστος, ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν, «ἀνὰ στόμα πᾶσι κείμενα πυνθάνεσθαι» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 274, Ἡρόδ. 6. 64, 66, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien connu, notoire.
Étymologie: ἀναπυνθάνομαι.

English (Autenrieth)

(ἀναπεύθομαι): notorious, Od. 11.274†.

Spanish (DGE)

-ον
conocido ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν Od.11.274, ὑστέρῳ μέντοι χρόνῳ ἀνάπυστα ἐγένετο ταῦτα Hdt.6.66, ἀνάπυστα γενόμενα ταῦτα Hdt.6.64.

Greek Monolingual

ἀνάπυστος, -ον (Α) αναπυνθάνομαι
πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός.