ἀναληπτρίς: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(big3_4) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀναλημπτρίς Sor.<i>Fasc</i>.41, 42<br />medic. [[vendaje que sujeta]] Gal.18(1).823, Sor.ll.cc., <i>Hippiatr</i>.50.2. | |dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀναλημπτρίς Sor.<i>Fasc</i>.41, 42<br />medic. [[vendaje que sujeta]] Gal.18(1).823, Sor.ll.cc., <i>Hippiatr</i>.50.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναληπτρίς]] (-[[ίδος]]), η (Α) [[ἀναλαμβάνω]]<br />(στην Ιατρ.) [[επίδεσμος]] ή [[ιμάντας]] για την [[ανάρτηση]] μέλους του σώματος, [[φασκιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A suspensory bandage, Gal.18(1).323; analemptris, = στρόφιον, prob.l. in Ov.AA3.273.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναληπτρίς: -ίδος, ἡ, ταινία ἢ ἀνάδεσμος πρὸς ἀνάρτησιν πράγματός τινος ἢ πάσχοντος μέλους τοῦ σώματος, «φασκιά», Γαλην., «τὴν Σωστράτου στηθοδεσμίδα τὴν ὀρθίαν μετὰ τῶν ἀναληπτρίδων» Γαλην. τόμ 12, σ. 496 (18. 2, σ. 223L.).
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἀναλημπτρίς Sor.Fasc.41, 42
medic. vendaje que sujeta Gal.18(1).823, Sor.ll.cc., Hippiatr.50.2.
Greek Monolingual
ἀναληπτρίς (-ίδος), η (Α) ἀναλαμβάνω
(στην Ιατρ.) επίδεσμος ή ιμάντας για την ανάρτηση μέλους του σώματος, φασκιά.