ἀναφώνημα: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[aclamación]] ἕτεροι δέ φασιν ἐν Λιβύῃ πρότερον ἀ. τοῦτο τοῦ στρατοῦ παντὸς γενέσθαι Plu.<i>Pomp</i>.13.<br /><b class="num">2</b> [[refrán]], [[grito repetido]] en la lírica ἀνομοιόστροφα δέ ἐστιν, ὅσα πάντως διαιρεῖται ... ἢ κατ' ἄλλο τι [[ἀναφώνημα]] Heph.<i>Poëm</i>.5.3<br /><b class="num">•</b>en gener. ἀντήχει πρὶν εἰς χεῖρας συνελθεῖν τὸ ἀ. Plu.<i>Mar</i>.19.<br /><b class="num">3</b> [[interjección]] ὤμοι· [[ἀναφώνημα]] ἐστὶ λύπης δηλωτικόν <i>An.Ox</i>.450.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[aclamación]] ἕτεροι δέ φασιν ἐν Λιβύῃ πρότερον ἀ. τοῦτο τοῦ στρατοῦ παντὸς γενέσθαι Plu.<i>Pomp</i>.13.<br /><b class="num">2</b> [[refrán]], [[grito repetido]] en la lírica ἀνομοιόστροφα δέ ἐστιν, ὅσα πάντως διαιρεῖται ... ἢ κατ' ἄλλο τι [[ἀναφώνημα]] Heph.<i>Poëm</i>.5.3<br /><b class="num">•</b>en gener. ἀντήχει πρὶν εἰς χεῖρας συνελθεῖν τὸ ἀ. Plu.<i>Mar</i>.19.<br /><b class="num">3</b> [[interjección]] ὤμοι· [[ἀναφώνημα]] ἐστὶ λύπης δηλωτικόν <i>An.Ox</i>.450.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναφώνημα]], το (AM)<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαιρετισμός]], [[επευφημία]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[τραγούδι]].
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφώνημα Medium diacritics: ἀναφώνημα Low diacritics: αναφώνημα Capitals: ΑΝΑΦΩΝΗΜΑ
Transliteration A: anaphṓnēma Transliteration B: anaphōnēma Transliteration C: anafonima Beta Code: a)nafw/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A acclamation, salutation, Plu.Pomp.13, etc.    2 exclamation, Id.Mar.19.    3 interjection, Heph.Poëm.5.3.

German (Pape)

[Seite 214] τό, der Ausruf, Plut. Mar. 19; Zuruf, Pomp. 13 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφώνημα: -ατος, τό, ἀνακήρυξις, ἀναφώνημα... τοῦ στρατοῦ Πλουτ. Πομπ. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 proclamation, acclamation;
2 exclamation.
Étymologie: ἀναφωνέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 aclamación ἕτεροι δέ φασιν ἐν Λιβύῃ πρότερον ἀ. τοῦτο τοῦ στρατοῦ παντὸς γενέσθαι Plu.Pomp.13.
2 refrán, grito repetido en la lírica ἀνομοιόστροφα δέ ἐστιν, ὅσα πάντως διαιρεῖται ... ἢ κατ' ἄλλο τι ἀναφώνημα Heph.Poëm.5.3
en gener. ἀντήχει πρὶν εἰς χεῖρας συνελθεῖν τὸ ἀ. Plu.Mar.19.
3 interjección ὤμοι· ἀναφώνημα ἐστὶ λύπης δηλωτικόν An.Ox.450.

Greek Monolingual

ἀναφώνημα, το (AM)
αρχ.
χαιρετισμός, επευφημία
μσν.
το τραγούδι.