ἀνείσφορος: Difference between revisions
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[exento de impuestos]] ἀνείσφορον καὶ ἀτελῆ καὶ ἀλειτούργητον <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.66.73 (Epidauro IV a.C.), ἀνεισφόρους τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων ἐποίησαν D.H.5.22, cf. <i>IG</i> 7.2413.6 (Tebas II a.C.), <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1368.158 (II a.C.), <i>IUrb.Rom</i>.1.12 (I a.C.), <i>SB</i> 7457.41, cf. Plu.<i>Cam</i>.2, I.<i>AI</i> 13.213. | |dgtxt=-ον<br />[[exento de impuestos]] ἀνείσφορον καὶ ἀτελῆ καὶ ἀλειτούργητον <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.66.73 (Epidauro IV a.C.), ἀνεισφόρους τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων ἐποίησαν D.H.5.22, cf. <i>IG</i> 7.2413.6 (Tebas II a.C.), <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1368.158 (II a.C.), <i>IUrb.Rom</i>.1.12 (I a.C.), <i>SB</i> 7457.41, cf. Plu.<i>Cam</i>.2, I.<i>AI</i> 13.213. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνείσφορος]], -ον (Α)<br />ο απαλλαγμένος από πολεμικές ή άλλες εισφορές, [[εκείνος]] που δεν πληρώνει φόρους. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A exempt from taxation, τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων D.H.5.22, cf. Plu. Cam.2, IG14.951, J.AJ13.6.7.
German (Pape)
[Seite 221] frei von Kriegs- u. außerordentlichen Steuern, D. Hal. 5, 22; Plut. Camill. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείσφορος: -ον, ὁ μὴ εἰσφέρων, ὁ ἀπηλλαγμένος πολεμικῶν ἢ ἄλλων εἰσφορῶν, Διον. Ἁλ. 5. 22, Πλουτ. Κάμ. 2, Συλλ. Ἐπιγρ., 5879. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exempt d’impôts.
Étymologie: ἀ, εἰσφορά.
Spanish (DGE)
-ον
exento de impuestos ἀνείσφορον καὶ ἀτελῆ καὶ ἀλειτούργητον IG 42.66.73 (Epidauro IV a.C.), ἀνεισφόρους τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων ἐποίησαν D.H.5.22, cf. IG 7.2413.6 (Tebas II a.C.), IG 22.1368.158 (II a.C.), IUrb.Rom.1.12 (I a.C.), SB 7457.41, cf. Plu.Cam.2, I.AI 13.213.
Greek Monolingual
ἀνείσφορος, -ον (Α)
ο απαλλαγμένος από πολεμικές ή άλλες εισφορές, εκείνος που δεν πληρώνει φόρους.