ἀνεπόπτευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no ha sido admitido a la ἐποπτεία]] (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.<i>Fr</i>.174, cf. Poll.8.124.
|dgtxt=-ον<br />[[que no ha sido admitido a la ἐποπτεία]] (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.<i>Fr</i>.174, cf. Poll.8.124.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπόπτευτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν ασκείται [[εποπτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός ο [[οποίος]] δεν έγινε [[δεκτός]] [[ανάμεσα]] στους επόπτες, τους μύστες των Ελευσίνιων.
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπόπτευτος Medium diacritics: ἀνεπόπτευτος Low diacritics: ανεπόπτευτος Capitals: ΑΝΕΠΟΠΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anepópteutos Transliteration B: anepopteutos Transliteration C: anepopteftos Beta Code: a)nepo/pteutos

English (LSJ)

ον,

   A not admitted among the ἐπόπται, Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.

German (Pape)

[Seite 225] der nicht ἐπόπτης geworden, nicht ganz in die Eleusinischen Geheimnisse eingeweiht worden, Hyperid. bei VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπόπτευτος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐπόπτης, ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 58, Η΄, 124.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha sido admitido a la ἐποπτεία (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπόπτευτος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος στον οποίο δεν ασκείται εποπτεία
αρχ.
αυτός ο οποίος δεν έγινε δεκτός ανάμεσα στους επόπτες, τους μύστες των Ελευσίνιων.