ἄντοικος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que vive entre los mismos meridianos pero en diferentes hemisferios]], [[anteco]] ἄντοικοι δὲ οἱ ἐν τῇ νοτίῳ ζώνῃ ὑπὸ τὸ αὐτὸ ἡμισφαίριον κατοικοῦντες Gem.16.1, cf. Cleom.1.2.12, Plu.2.898b, Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.30, Macr.<i>Comm</i>.2.5.33, οἱ ἄντοικοι ἑτερόσκιοί εἰσιν Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.31.
|dgtxt=-ον<br />[[que vive entre los mismos meridianos pero en diferentes hemisferios]], [[anteco]] ἄντοικοι δὲ οἱ ἐν τῇ νοτίῳ ζώνῃ ὑπὸ τὸ αὐτὸ ἡμισφαίριον κατοικοῦντες Gem.16.1, cf. Cleom.1.2.12, Plu.2.898b, Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.30, Macr.<i>Comm</i>.2.5.33, οἱ ἄντοικοι ἑτερόσκιοί εἰσιν Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.31.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄντοικος]], -ον (AM) [[οικώ]]<br />αυτός που κατοικεί στο ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]] με κάποιον [[άλλο]], [[αλλά]] στο αντίθετο [[ημισφαίριο]].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντοικος Medium diacritics: ἄντοικος Low diacritics: άντοικος Capitals: ΑΝΤΟΙΚΟΣ
Transliteration A: ántoikos Transliteration B: antoikos Transliteration C: antoikos Beta Code: a)/ntoikos

English (LSJ)

ον,

   A living on the same side of the equator, but under the opposite meridian, Gem.16.1, Cleom.1.2.

German (Pape)

[Seite 264] gegenüberwohnend, Plut. plac. phil. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντοικος: -ον, ὁ κατοικῶν ἐν τῷ αὐτῷ γεωγραφικῷ πλάτει τοῦ ἀντιθέτου ἡμισφαιρίου, τοῖς ὑπὸ τὸν χειμερινὸν τροπικὸν ἀντοίκοις, Πλούτ. 2. 898Β· τοὺς ἀντίποδας καὶ ἀντοίκους Νικηφ. Γρηγ. Ἱστ. Βυζ. 1., σ. 6C· πρβλ. περίοικος ΙΙΙ.

Spanish (DGE)

-ον
que vive entre los mismos meridianos pero en diferentes hemisferios, anteco ἄντοικοι δὲ οἱ ἐν τῇ νοτίῳ ζώνῃ ὑπὸ τὸ αὐτὸ ἡμισφαίριον κατοικοῦντες Gem.16.1, cf. Cleom.1.2.12, Plu.2.898b, Ach.Tat.Intr.Arat.30, Macr.Comm.2.5.33, οἱ ἄντοικοι ἑτερόσκιοί εἰσιν Ach.Tat.Intr.Arat.31.

Greek Monolingual

ἄντοικος, -ον (AM) οικώ
αυτός που κατοικεί στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με κάποιον άλλο, αλλά στο αντίθετο ημισφαίριο.