ἀντισχυρίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[mantenerse firme en la opinión contraria]] περὶ τοῦ ἐς τὸ μέλλον καλῶς ἔχοντος Th.3.44, πρὸς ἀμφότερα Plu.2.535e. | |dgtxt=[[mantenerse firme en la opinión contraria]] περὶ τοῦ ἐς τὸ μέλλον καλῶς ἔχοντος Th.3.44, πρὸς ἀμφότερα Plu.2.535e. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀντισχυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρίζομαι]] το αντίθετο<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]] σε [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
Med.,
A to be stiff in maintaining a contrary opinion, Th.3.44; πρός τι Plu.2.535e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισχῡρίζομαι: μέσ., διισχυρίζομαι τὸ ἐναντίον, Θουκ. 3. 44· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, πρός τι Πλούτ. 2. 535Ε.
French (Bailly abrégé)
persister à soutenir une opinion contraire.
Étymologie: ἀντί, ἰσχυρίζομαι.
Spanish (DGE)
mantenerse firme en la opinión contraria περὶ τοῦ ἐς τὸ μέλλον καλῶς ἔχοντος Th.3.44, πρὸς ἀμφότερα Plu.2.535e.
Greek Monolingual
ἀντισχυρίζομαι (Α)
1. ισχυρίζομαι το αντίθετο
2. αντιτίθεμαι σε κάτι.